Σελίδες

Σάββατο 29 Απριλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Γ. Σουσόπουλος
«Τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον» (Μᾶρκ. ΙΕ΄ 43).
«Kαὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον» (Μᾶρκ. ΙΣΤ΄ 2).
Οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι ἅγιοι Πατέρες μέ σοφία ὥρισαν καί τό συναξάριο τῆς ἡμέρας: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ τρίτῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν τῶν ἁγίων γυναικῶν Μυροφόρων ἑορτὴν ἑορτάζομεν· ἔτι δὲ μνείαν ποιούμεθα καὶ τοῦ ἐξ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ, ὅς ἦν μαθητὴς κεκρυμμένος· πρὸς δὲ καὶ τοῦ νυκτερινοῦ μαθητοῦ Νικοδήμου».
Καί συνεχίζει τό συναξάριο καί λέγει, αἱ μὲν γυναῖκες αὗται εἰσὶ μάρτυρες ἀψευδεῖς καὶ πρῶται τῆς Ἀναστάσεως· Ἰωσὴφ δὲ καὶ Νικόδημος τῆς ταφῆς.
Ἄξιον προσοχῆς εἶναι ὅτι τό συναξάρι μνημονεύει καί ποιές ἦταν οἱ Μυροφόρες. Θά τίς μνημονεύσουμε γιατί δέν εἶναι ὅλες γνωστές στούς χριστιανούς.

Πρώτη ἡ Μαγδαληνή Μαρία, ἀπό τήν ὁποία καί ἑπτά δαιμόνια, ὁ Χριστός ἐξέβαλε.
Δεύτερη ἡ Σαλώμη, πού εἶχε ἄνδρα τόν Ζεβεδαῖο καί παιδιά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο.
Ἡ Μαρία, ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καί Ἰωσῆ, μητέρα τήν Θεοτόκον νόμιζε εἶναι.
Τήν περίπτωση αὐτή ἀναλύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ΙΗ΄ ὁμιλία του στήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων καί γράφει: «Ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό αὐτόν (τόν Χριστόν τήν Ἀνάσταση) ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια Του, ἔστω καί ἄν οἱ Εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν Μητέρα, γιά νά μή δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους». Εἶναι ἡ «ἄλλη Μαρία», πού μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής.
Τρίτη δὲ τῶν Μυροφόρων ἐστίν Ἰωάννα, ἡ γυναίκα τοῦ Χουζᾶ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίτροπος καί οἰκονόμος τῆς οἰκίας τοῦ Βασιλέως Ἡρώδου.
Τέταρτη καί Πέμπτη, Μαρία καί Μάρθα, ἀδελφές τοῦ Λαζάρου.
Ἕκτη ἡ τοῦ Κλωπᾶ Μαρία. Κλωπᾶν δέ μερικοί τόν Κλεόπα λέγουν.
Ἕβδομη ἡ Σωσάννα.
Καί ἄλλες πολλές ἦσαν, ὅπως ὁ θεῖος Λουκᾶς ἐξιστορεῖ καί ἦσαν διακονοῦσες τόν Χριστό καί τούς Μαθητές Του, ἀπό τά ὑπάρχοντά τους.
Ἄς δοῦμε ὅμως τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό, τῶν Μυροφόρων ἀνδρῶν καί γυναικῶν καί πῶς ἐκδηλώνεται.
1.      Ἡ ἀγάπη πού τολμᾶ.
Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος κατεῖχαν ὑψηλά ἀξιώματα στήν ἰουδαϊκή κοινωνία. Ἦσαν μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου τῆς Βουλῆς. Ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας ἦταν «ἄνθρωπος πλούσιος», «εὐσχήμων βουλευτής». Ἦταν καί αὐτός μαθητής τοῦ Ἰησοῦ «προσδεχόμενος τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», δηλαδή εἶχε πιστέψει στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ καί περίμενε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ἦταν «κεκρυμμένος» μαθητής. Δέν εἶχε ὅμως συγκατατεθεῖ μέ τά λοιπά μέλη τοῦ Συνεδρίου στήν κατά τοῦ Χριστοῦ βουλήν καί πράξιν των (Λουκᾶ ΚΓ΄ 51).
Καί τώρα μᾶς τονίζει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής Μᾶρκος ὅτι «τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον», δηλαδή τόλμησε καί παρουσιάστηκε στόν Πιλάτο καί ζήτησε τό ἅγιο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, νά τό ἐνταφιάσει (Μᾶρκ. ΙΕ΄ 43).
Στό ἔργο αὐτό βοηθεῖται καί ἀπό τόν Νικόδημο, τόν νυχτερινό ἐπισκέπτη τοῦ Κυρίου, πού καί αὐτός εἶχε ὑπερασπισθεῖ ἀργότερα, τόν Κύριο, στό Συνέδριο (Ἰωάν. Ζ΄ 50).
Αὐτός εἶχε φέρει «μίγμα σμύρνης καί ἀλόης, ὡς λίτρας ἑκατόν», (Περί τά 32 κιλά), (Ἰωάν. ΙΘ΄ 39), γιά νά ἐνταφιάσουν τόν Χριστό.
Ἐχρειάζετο λοιπόν τόλμη καί ἡρωισμός γιά νά προβεῖ σ’ αὐτό τό αἴτημα. Ὑπῆρχε μέγας κίνδυνος ἀπό τούς Ἰουδαίους νά ἀντιδράσουν, ὅπως λέγεται ὅτι ἔγινε ἀργότερα.
Τόλμησε ὅμως ὁ Ἰωσήφ κι ἄς γνώριζε τότε, ὅτι ἔθετε σέ ἄμεσο κίνδυνο τό ἀξίωμά του, τήν περιουσία του καί τήν ἴδια τή ζωή του. Τό ἴδιο τόλμησε καί ὁ Νικόδημος.
Ἡ τόλμη αὐτή ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς μεγάλης ἀγάπης καί λατρείας πρός τόν Ἰησοῦν Χριστόν.
Γι΄ αὐτό καί ὁ Κύριος τούς ἐτίμησε αἰώνια μέσα στήν Ἐκκλησία Του καί στόν Οὐρανό.
«Πέπαυται τόλμα μαθητῶν, Ἀριμαθαίας δὲ ἀριστεύει Ἰωσήφ·» (ᾨδή Η΄)
Καί «Ἰωσὴφ κηδεύει, σὺν τῷ Νικοδήμῳ, νεκροπρεπῶς τὸν Κτίστην» (Στάσις Τρίτη).
Καί στό περίφημο δοξαστικό «Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς, ὥσπερ ἱμάτιον… Οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!… Πῶς σέ κηδεύσω Θεέ μου;».
«Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ…».
Αὐτή τήν τόλμη καλούμαστε κι ἐμεῖς νά ἀποκτήσουμε. Τόλμη γιά νά ὁμολογοῦμε τήν πίστη μας μέ θάρρος στόν καιρό τῆς ἀποστασίας πού ζοῦμε.
Νά καταπολεμοῦμε τά πάθη μας, νά θυσιάζουμε τόν ἑαυτό μας χάριν τῶν ἄλλων καί νά μένουμε πιστοί στό θέλημα καί τήν ἀγάπη Χριστοῦ, γιατί ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε «πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως» (Β΄ Τιμ. Α΄ 7).
2.      Ἡ ἀγάπη πού ἔξω βάλλει τόν φόβον καί ὑπερνικᾶ τά ἐμπόδια.
Ἐξ ἴσου ὅμως θαυμαστές εἶναι καί οἱ Μυροφόρες γυναῖκες «Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου (εἶναι ἡ Παναγία) καί Σαλώμη καί ἄλλες.
«Μετὰ μύρων προσελθούσαις,
ταῖς περὶ τὴν Μαριὰμ γυναιξί…»
Ἡ γενναιότητα καί ἡ τόλμη τους δέν εἶναι μικρότερη ἐκείνης τῶν δύο ἀνδρῶν. Εἶχαν παρατηρήσει προσεκτικά τόν τόπο, ὅπου ἐνταφιάστηκε τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί περίμεναν νά περάσει ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, γιά νά πᾶνε νά τό ἀλείψουν μέ ἀρώματα καί νά ἐκδηλώσουν ἔτσι τήν ἀγάπη τους πρός τόν λατρευτό Διδάσκαλο καί Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Πράγματι ξεκίνησαν γιά τό μνημεῖο «λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων», δηλαδή πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, καί ἔρχονται στό μνημεῖο.
Εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ ἀνδρεία τους νά βαδίσουν μέσα στή νύχτα, χωρίς νά φοβοῦνται καί χωρίς νά ὑπολογίσουν τούς κινδύνους πού διέτρεχαν, ἀπό τήν ὀργή των ἀρχόντων καί ἀπό τήν κουστωδία τῶν Ρωμαίων στρατιωτῶν.
Τό μόνο πού τίς ἀπασχολοῦσε καί ἔλεγαν μεταξύ τους ἦταν τό «Τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;». Ὅταν ὅμως ἔφθασαν ἐκεῖ, εἶδαν ὅτι ὁ λίθος εἶχε κυλιστεῖ· ἦταν δέ «μέγας σφόδρα».
Ὅλα αὐτά τά εἶχαν ἀψηφήσει καί βάδιζαν σταθερά στό μνημεῖο, ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη καί τήν ἀφοσίωσή τους πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἐδῶ ἰσχύουν οἱ λόγοι τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη ὅτι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α΄ Ἰωάν. Δ΄ 18) καί τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ὅλα τά ἐμπόδια τά «ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς» (Ρωμ. Η΄ 37).
3.      Ἡ ἀγάπη πού ὁδηγεῖ στήν Ἀνάσταση.
Δέν πρόφθασαν νά συνέλθουν ἀπό τήν ἔκπληξη τῆς μετακινήσεως τοῦ ὀγκολίθου, ὅταν δοκίμασαν νέα μεγαλύτερη ἔκπληξη μέ τήν ἐμφάνιση νέου λευκοντυμένου-ἀγγέλου, πού τούς ἀνήγγειλε τό μέγα Χαρμόσυνο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου «Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν Ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος, ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ΄ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς (=πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς) εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε (=θά Τόν δεῖτε), καθὼς εἶπεν ὑμῖν (=ὅπως σᾶς εἶπε πρίν σταυρωθεῖ), (Μᾶρκ. ΙΣΤ΄ 6-7).
Τί χαρά! Τί ἀγαλλίαση!
Ἦταν ἡ ἐπιβράβευση, ἡ ἀνταμοιβή τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καί αὐταπαρνήσεώς τους. Καί ὄχι μόνο αὐτό· ἀξιώθηκαν νά γίνουν καί οἱ πρῶτες εὐαγγελίστριες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στούς Ἀποστόλους καί σ΄ ὅλο τόν κόσμο.
Σέ λίγο μερικές ἀπ΄ αὐτές, μέ τήν Θεοτόκο πρώτη, θά Τόν συναντήσουν Ἀναστημένο, θά τούς ἀπευθύνει τό «Χαίρετε» καί θά Τόν προσκυνήσουν (Ματθ. ΚΗ΄ 9).
Ἀλλά καί στή Γαλιλαία θά Τόν δοῦν καί θά Τόν προσκυνήσουν, ὅπως καί στό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν στήν Ἀνάληψη. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο ὅτι Τόν εἶδαν πάνω ἀπό πεντακόσιοι ἀδελφοί (Α΄ Κορινθίους ΙΕ΄ 6). Τόν εἶδαν Ἀναστημένο καί ἔνδοξο μέ τό Ἅγιο Φῶς Του νά τούς εὐλογεῖ.
Καί αὐτό εἶναι προτύπωση τῆς μελλοντικῆς συναντήσεώς μας, ὅλων τῶν πιστῶν, μέ τόν ἔνδοξο Ἀναστημένο Ἰησοῦ Χριστό καί ὅλους τούς Ἁγίους Του, στήν ὁλοφώτεινη Ἄνω Ἱερουσαλήμ, στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπου, νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός, θά ζοῦμε μέσα στήν αἰώνια Ἀγάπη καί τή Δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
 Ἀμήν. Γένοιτο.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος Γ. Σουσόπουλος
Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ Α Ν Ε Σ Τ Η – Α Λ Η Θ Ω Σ Α Ν Ε Σ Τ Η!

https://drive.google.com/file/d/0B_a4LS40XoNHLW5NS2VzdGQ4Z2s/view

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.