Σελίδες

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Τα πνεύματα των νεκρών και εμείς (Τί ξέρουμε για τους κεκοιμημένους;)

Οι ανθρώπινες ψυχές στα χέρια του Θεού.
Εικόνα από τη Μονή Μανάσια στη Σερβία, 15ος αι.

http://www.sophia-ntrekou.gr/
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου
Εξαιρετικά διαφωτιστική και απλή (όχι απλοϊκό) μελέτη. Τοποθετεί στη σωστή εκκλησιαστική βάση όσα «πιστεύουμε» αλλά δεν κατανοούμε γιατί. Κάποιος να το αναπαράγει- γιατί όχι οι Μητροπόλεις ή η Αποστολική Διακονία -για να γίνει ευρέως γνωστό και κτήμα του απλού λαού. Ευχαριστώ θερμά τον κ. Θ.Ι. Ρηγινιώτη που μού εμπιστεύτηκε την επιμέλεια και την παρουσίαση της μελέτης του.
Ενότητες
1.      Εισαγωγή
2.      Ο Χριστός και οι νεκροί
3.      Οι κεκοιμημένοι άγιοι
4.      Οι ψυχές και εμείς
5.      Μιλώντας στο Θεό για τις ψυχές
6.      Φοβόμαστε τις «κακές» ψυχές; Υπάρχουν φαντάσματα;
7.      Η μελέτη και στα Αγγλικά, translate in English

1.           Εισαγωγή
          Οι χριστιανοί έχουμε μια πολύ σοβαρή σχέση με τους νεκρούς μας. Συχνά μιλάμε μαζί τους και συνεχώς μιλάμε στο Θεό γι’ αυτούς.
          Για την ακρίβεια, για μας, αυτοί που έχουν αφήσει το σώμα τους δεν είναι νεκροί αλλά ζωντανοί (μεταφορικά τους ονομάζουμε «κεκοιμημένους» = αυτοί που έχουν κοιμηθεί) και έτσι τους αντιμετωπίζουμε, ως ζωντανούς, που απλά έχουν φύγει και μένουν σε ένα άλλο μέρος. Τον τόπο, στον οποίο θάβουμε τα σώματά τους, τον ονομάζουμε «κοιμητήριο» (χώρο ύπνου).
          Αντίθετα, νεκρούς θεωρούμε τους ανθρώπους που έχουν βγάλει έξω από την καρδιά τους το Θεό, την αγάπη Του και τη χάρη Του, είτε ζουν ανάμεσά μας είτε έχουμε μετακομίσει στον τόπο των ψυχών. Αυτός είναι ο πραγματικός θάνατος, η έξωση του Θεού από την καρδιά μας, ενώ, όταν Του επιτρέπουμε να μπαίνει στην καρδιά μας, είμαστε εντελώς ζωντανοί, είτε εδώ είτε στον τόπο των ψυχών.
Όταν λέμε ότι ο Θεός μπαίνει στην καρδιά μας δεν εννοούμε ότι μας καταλαμβάνει και διώχνει το πνεύμα μας και καταργεί την ελευθερία μας (αυτό ποτέ δεν το κάνει ο Θεός, το κάνουν μόνο ύποπτα πνεύματα). Εννοούμε ότι μπαίνει μέσα μας η χάρη του Θεού (η ζωοποιός αδημιούργητη, αιώνια και φωτεινή ενέργειά Του) και μας μεταμορφώνει φέρνοντάς μας πιο κοντά Του. Η μεταμόρφωση αυτή σχετίζεται άμεσα με τα μυστήρια της χριστιανικής Εκκλησίας, όπως θα δούμε παρακάτω.
Θα δούμε παρακάτω, Θεού θέλοντος, τι ξέρουμε για τους κεκοιμημένους.
2.           Ο Χριστός και οι νεκροί
 
Ο Χριστός στον κόσμο των νεκρών, ανάμεσα στις ψυχές.
Όταν ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό, η ανθρώπινη ψυχή Του μεταφέρθηκε στον τόπο των νεκρών (στα ελληνικά «Άδης»), όπου μίλησε στους νεκρούς, όπως είχε κάνει και στους ζωντανούς (δες γι’ αυτό την ορθόδοξη εικόνα «Εις Άδου κάθοδος», αλλά και τη μαρτυρία του μεγάλου και αγίου αποστόλου Πέτρου, μαθητή του Χριστού, στην πρώτη επιστολή του, που βρίσκεται μέσα στην Καινή Διαθήκη, (κεφ. 3, στίχοι 19-20).
Τότε πήρε τις ψυχές των νεκρών από τον Άδη και τις έφερε στον τόπο όπου πηγαίνουν οι ψυχές τώρα, τόπο που τον ονομάζουμε «ουρανό». Εκεί οι ψυχές των προ Χριστού νεκρών και οι ψυχές των ανθρώπων που έζησαν μετά το Χριστό, μαζί, περιμένουν την ανάσταση, για να ζήσουν στη βασιλεία του Θεού παίρνοντας πάλι τα σώματά τους, αλλά ως αθάνατα και φωτεινά πλέον σώματα.
Οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο έχοντας προχωρήσει προς το Χριστό με καθαρή καρδιά, στον ουρανό, τον τόπο των ψυχών, προγεύονται την απερίγραπτη ευτυχία που προκαλεί η σχέση με το Χριστό, η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η ευτυχία αυτή είναι ανάλογη με την καλοσύνη τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «παράδεισο».
Αντίθετα, εκείνοι που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο περιορίζοντας την αγάπη τους στον εγωιστικό εαυτό τους, στον ουρανό προγεύονται την οδύνη που προκαλεί η σχέση με το Χριστό (τον οποίο δεν αγαπούν), η θέα του ουράνιου κάλλους Του και του άκτιστου Φωτός Του. Η οδύνη αυτή είναι ανάλογη με την παραμόρφωση που έχει προκαλέσει ο εγωισμός τους και θα ολοκληρωθεί μετά την ανάσταση όλων των ανθρώπων. Την ονομάζουμε «κόλαση».
Μια αναφορά στην ανάσταση και την τελική κατάσταση, στην οποία θα ζουν όλοι οι άνθρωποι, όλων των λαών και των εποχών, αλλά και όλων των θρησκειών, βρίσκουμε στα λόγια του ίδιου του Χριστού, στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, κεφ. 25, 31-46. Την περιγραφή αυτή πρέπει να την κατανοήσουμε μέσα στα πλαίσια της αγάπης του Θεού προς όλους τους ανθρώπους και προς όλα τα πλάσματα. Ο Θεός δεν «στέλνει στην κόλαση» τους αμετανόητους αμαρτωλούς, αλλά η ίδια η κατάσταση της ψυχής τους είναι η κόλαση. Η κατάσταση, που δεν τους επιτρέπει να γευτούν την απερίγραπτη ευτυχία του παραδείσου.
3.           Οι κεκοιμημένοι άγιοι
Ο σύγχρονος άγιος Ιωσήφ Βατοπεδινός (Μ.Βατοπεδίου,
που έγινε διάσημη στα ΜΜΕ για τουςλόγους), νεκρός.
Μετά την κοίμησή του στο πρόσωπό του
σχηματίστηκε το χαμόγελο.
Με το να γίνει άνθρωπος, ο Χριστός ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση και πρόσφερε σε κάθε άνθρωπο τη δυνατότητα να ενωθεί με Αυτόν. Επειδή όμως ο Χριστός είναι και Θεός, ο άνθρωπος που ενώνεται μαζί Του ενώνεται συγχρόνως και με το Θεό. Γι’ αυτό η ένωση με το Χριστό κάνει τον άνθρωπο «θείο πλάσμα», δηλαδή άγιο.
Ξέρουμε από την πείρα όλων των γενεών του χριστιανισμού, και ιδίως από την πείρα των αγίων διδασκάλων μας, ότι η ένωση με το Χριστό δεν γίνεται μόνο με το να είμαστε «καλοί άνθρωποι», αλλά προϋποθέτει τη θεία χάρη, γι’ αυτό μας δόθηκαν τα άγια μυστήρια της Εκκλησίας (βάπτισμα, εξομολόγηση, θεία Μετάληψη κ.λ.π.), με τα οποία ο άνθρωπος προετοιμάζει τον εαυτό του κατάλληλα και καλεί το Θεό να του στείλει τη χάρη Του.
Κάθε απλός άνθρωπος, που δέχεται μέσα του τη χάρη του Θεού και ανταποκρίνεται σ’ αυτήν αγαπώντας το Θεό και το συνάνθρωπό του και συγχωρώντας εκείνους που θέλουν να του κάνουν ή του έχουν ήδη κάνει κακό, πλησιάζει το Θεό τόσο, όσο έχει προοδεύσει σ’ αυτό το δρόμο. Γίνεται δηλαδή «λίγο άγιος». Ενώ εκείνοι που έχουν προχωρήσει πολύ σ’ αυτό το δρόμο και φτάνουν να αγαπούν το Θεό και τους άλλους, μέχρι και τους εχθρούς τους, πολύ περισσότερο από τον εαυτό τους, είναι οι κατ’ εξοχήν άγιοι, εκείνοι που συχνά αποκτούν από το Θεό το χάρισμα να κάνουν ακόμη και θαύματα.
Οι θερμές, ειλικρινείς και επίμονες προσευχές των ανθρώπων προς τον αληθινό Θεό εισακούονται, στο χρόνο και με τον τρόπο που Εκείνος θέλει. Οι προσευχές των αγίων εισακούονται περισσότερο, όχι μόνο όταν ζουν εδώ, ανάμεσά μας, αλλά κι όταν οι ψυχές τους έχουν φύγει για τον ουρανό και προγεύονται τον παράδεισο. Γι’ αυτό, όταν ο Θεός αποκαλύψει ότι ένας χριστιανός που κοιμήθηκε είναι άγιος, μιλάμε σ’ αυτόν (μέσω της προσευχής μας αλλά και με τις εκκλησιαστικές τελετές που γίνονται την ημέρα της μνήμης του) και τον παρακαλούμε να μεσιτεύει στο Θεό για μας και για όλο τον κόσμο. Επίσης, απευθυνόμαστε σ’ αυτόν ζωγραφίζοντας την εικόνα του ή αφιερώνοντας ένα ναό στο όνομά του. Υπάρχουν αναρίθμητες περιπτώσεις, που φανερώνουν ότι οι άγιοι ανταποκρίνονται από τον ουρανό και απαντούν στις προσευχές μας. Αυτό εννοούσα πριν, λέγοντας ότι συχνά μιλάμε με τους νεκρούς μας.
Ο Θεός αποκαλύπτει ότι ένας άνθρωπος είναι άγιος με διάφορους τρόπους: για παράδειγμα, τα οστά του μπορεί να ευωδιάζουν ή και να αναβλύζουν άρωμα (μύρο) ή να γίνονται θεραπείες ασθενειών ή άλλα θαύματα μέσω αυτών. Μπορεί να εμφανίζεται ο άγιος σε όνειρα ή οράματα ανθρώπων με καθαρή καρδιά κ.λ.π. Πάντα βέβαια προσέχουμε, ώστε να είναι αληθινές αυτές οι αποκαλύψεις, γιατί μπορεί να πρόκειται για απάτη ή για παγίδα του εχθρού, δηλαδή πονηρών πνευμάτων, που θέλουν να παραπλανήσουν τους ανθρώπους και να τους κάνουν οπαδούς τους. Όταν είναι σίγουρο πως πρόκειται για αληθινή αποκάλυψη ενός αγίου, η Εκκλησία κατατάσσει τον άγιο και επίσημα στο ημερολόγιο και ορίζει μία μέρα αφιερωμένη στη μνήμη του. Συνήθως είναι η ημέρα της κοίμησής του και ονομάζεται «γενέθλιος ημέρα», γιατί εκείνη την ημέρα σα να γεννήθηκε στον ουρανό.
Η ύπαρξη των αγίων και οι παρεμβάσεις τους στη ζωή μας από τον ουρανό αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει μετενσάρκωση, ούτε και κάποτε θα «αφανιστούν» οι ψυχές, αλλά οι ψυχές των ανθρώπων είναι αιώνιες και παραμένουν πάντα οι ψυχές των συγκεκριμένων ανθρώπων, με το συγκεκριμένο όνομα, προσωπικότητα, αναμνήσεις, συναισθήματα κ.τ.λ. Και θα παραμένουν έτσι μέχρι να αναστηθούν και να ξαναπάρουν, άφθαρτο και αιώνιο, το σώμα τους, για να ζήσουν αιώνια ως ψυχοσωματικά όντα, χωρίς να ξαναπεθάνουν ποτέ πια.
Ακόμη κι ένας άνθρωπος που δεν είναι μεγάλος και θαυματουργός άγιος, αλλά που όμως η ψυχή του είναι καθαρή και προγεύεται τον παράδεισο, μπορεί να βοηθήσει τους ζωντανούς μεσιτεύοντας στο Θεό γι’ αυτούς. Μια τέτοια περίπτωση καταγράφεται στον Ευεργετινό, ένα αρχαίο ορθόδοξο βιβλίο, όπου ένας άγνωστος κεκοιμημένος άντρας (προφανώς ευρισκόμενος στην πρόγευση του παραδείσου) εμφανίστηκε και θεράπευσε το χτυπημένο πόδι ενός ταξιδιώτη, που είχε βρει το πτώμα του στο δρόμο και το είχε θάψει. Οι άνθρωποι που προγεύονται τον παράδεισο βλέπουν το δικό μας κόσμο, επειδή ο παράδεισος είναι η πιο στενή σχέση με όλα τα πλάσματα. Όμως οι άνθρωποι που προγεύονται την κόλαση δε βλέπουν το δικό μας κόσμο, επειδή η κόλαση είναι μια κατάσταση μοναχική, αφού ο εγωισμός των ανθρώπων εκείνων ουσιαστικά τους απομόνωσε αιώνια στον εαυτό τους.
4.           Οι ψυχές και εμείς
Τις ψυχές των κεκοιμημένων δεν τις λατρεύουμε, γιατί ξέρουμε ότι λατρεία πρέπει να αποδίδουμε μόνο στον Τριαδικό Θεό. Οι ψυχές των ανθρώπων, όπως μας διδάσκει η Αγία Γραφή και όλοι οι άγιοι χριστιανοί διδάσκαλοι, δεν είναι από την ίδια ουσία με το Θεό, αλλά είναι δημιουργήματα του Θεού, δημιουργημένες από το μηδέν, όπως και τα σώματά μας και όλος ο υλικός και πνευματικός κόσμος.Μόνο η Αγία Τριάδα είναι αδημιούργητη. Ο Πατέρας προαιώνια γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα –Τους φέρνει σε ύπαρξη μέσα από την ουσία Του, δεν Τους δημιουργεί. Αντίθετα, τις ψυχές τις δημιουργεί, όταν ο άνθρωπος συλλαμβάνεται μέσα στη μήτρα της μητέρας του.
Οι ψυχές λοιπόν δεν είναι θεϊκές. Είναι ό,τι κι εμείς, που ζούμε εδώ: δημιουργήματα του Θεού, που κι αυτές λατρεύουν το Θεό και μόνον Αυτόν. Τους ανθρώπους τους αγαπάμε, είτε είναι εδώ είτε στον ουρανό, προσευχόμαστε στο Θεό γι’ αυτούς ή απευθυνόμαστε σ’ αυτούς, αν έχει αποκαλυφθεί από το Θεό ότι είναι άγιοι, αλλά δεν τους λατρεύουμε. Ούτε τους αγίους λατρεύουμε. Μόνο το Θεό.
Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος φύγει από αυτό τον κόσμο για τον ουρανό, αρχίζουμε αμέσως να μιλάμε στο Θεό γι’ αυτόν. Προσπαθούμε έτσι να βοηθήσουμε την κατάσταση της ψυχής του, ώστε, αν δεν ήταν τόσο καλή ώστε να προγεύεται τον παράδεισο, ίσως την ανακουφίσουμε με τις προσευχές μας. Επειδή η κόλαση συνδέεται με πλήρη μοναξιά, δεν είναι παράξενο που το ενδιαφέρον των ζωντανών για τις ψυχές μπορεί, αν είναι θερμό, ειλικρινές και επίμονο, να προκαλέσει ρωγμές σ’ αυτή τη μοναξιά και ανακούφιση στην κατάσταση των ψυχών αυτών.
Το όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου
(τοιχογραφία Εμμ. Σηφάκη, Πέραμα Ρεθύμνης).
Το όραμα του αγίου Μακάριου του Αιγύπτιου, που είναι γραμμένο στο Γεροντικό (ένα αρχαίο βιβλίο που παραθέτει τις ιστορίες των αγίων ασκητών της ερήμου), το αποδεικνύει αυτό. Ο άγιος Μακάριος, βαδίζοντας στην έρημο, ξέθαψε κατά λάθος με το ραβδί του ένα κρανίο. Έσκυψε λοιπόν, το έθαψε με σεβασμό και προσευχήθηκε για τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκε. Τότε του εμφανίστηκε η ψυχή και τον πληροφόρησε ότι, όταν ζούσε, ήταν λάτρης των δαιμόνων (ιερέας της Ίσιδος) και τώρα βρισκόταν στην κόλαση. «Και πώς είναι εκεί;» ρώτησε ο άγιος. «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά» απάντησε η ψυχή. «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή».
Ξέρουμε από τους αγίους χριστιανούς διδασκάλους ότι η φωτιά, που ανέφερε η ψυχή, είναι το Φως του Θεού, στο οποίο λούζονται τα πάντα στον άλλο κόσμο. Η αίσθηση που βιώνουν από Αυτό το Φως εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού είναι αυτό που περιγράφεται ως «πυρ της κολάσεως».
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν μια νέα γυναίκα που είχε μείνει έγκυος από κάποιον κρυφό εραστή, τον συκοφάντησε ότι το παιδί ήταν δικό του, εκείνος το δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα με το παιδί της. Και, όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε κρυφά και δε ζήτησε ποτέ το δίκιο του.
Επίσης η περίπτωση του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου (καθώς και άλλες περιπτώσεις) αποδεικνύει ότι η θερμή, ειλικρινής και επίμονη προσευχή των ζωντανών για τους νεκρούς μπορεί ακόμη και να μετατρέψει την κατάσταση μιας ψυχής από κόλαση σε παράδεισο, τουλάχιστον αν η συγκεκριμένη ψυχή έχει τις προϋποθέσεις για τη μετατροπή αυτή (αν δηλαδή δεν είναι απόλυτα διεφθαρμένη). Ο άγιος προσευχήθηκε θερμά, «χύνοντας ποταμούς δακρύων», για τη σωτηρία της ψυχής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού, όταν πληροφορήθηκε μια πράξη φιλανθρωπίας που είχε κάνει. Και αργότερα πληροφορήθηκε από το Θεό ότι οι προσευχές του εισακούστηκαν.
5.           Μιλώντας στο Θεό για τις ψυχές
Όλοι βέβαια ελπίζουμε ότι οι ψυχές των αγαπημένων μας προσώπων βρίσκονται στην κατάσταση της πρόγευσης του παραδείσου, αλλά μόνο για τους αγίους μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Έτσι, όπως είπαμε, όταν η ψυχή ενός ανθρώπου φύγει από αυτό τον κόσμο, αρχίζουμε αμέσως να μιλάμε στο Θεό γι’ αυτόν. Δηλαδή να προσευχόμαστε.
Για μας, όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, επομένως τα παρακάτω ισχύουν για όλους, άντρες, γυναίκες ή παιδιά, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση.
Αν ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ορθόδοξος χριστιανός, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι η προσωπική ή ομαδική προσευχή μας γι’ αυτόν, που μπορεί και να συνοδεύεται από νηστεία ή άλλη μικρή ή μεγάλη θυσία, που θα κάνει την καρδιά μας πιο καθαρή και επομένως πιο κατάλληλη για να εκτοξεύσεις τις προσευχές μας προς το Θεό. Δεν κάνουμε γι’ αυτόν κάποια «επίσημη» τελετή στους ναούς μας, γιατί το πρώτο βήμα και η απαραίτητη προϋπόθεση, για να έχουν αποτέλεσμα αυτές οι τελετές, είναι το άγιο βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Αυτό «κεντρίζει» τον άνθρωπο στην «καλή ελιά», στην «αληθινή άμπελο», στο Χριστό. Αν λοιπόν δεν υπάρχει το βάπτισμα, υπάρχει από πλευράς μας η αγάπη, η προσευχή, με όση θέρμη και δύναμη ψυχής έχει ο καθένας, η νηστεία πιθανόν ή κάποια άλλη θυσία, αλλά δεν υπάρχουν εκκλησιαστικές τελετές. Δεν έχουν αποτέλεσμα.
Αν ο άνθρωπος που φεύγει για τον ουρανό είναι ορθόδοξος χριστιανός, το πρώτο πράγμα που κάνουμε μετά την αναχώρησή του είναι μια εκκλησιαστική τελετή, με τη συμμετοχή όλων μας, που ονομάζεται «κηδεία» (=φροντίδα) του σώματος του ανθρώπου. Σ’ αυτήν παρακαλούμε πρώτη φορά το Θεό (όλοι μαζί, ως Εκκλησία, δηλαδή σύσσωμοι) να αναπαύσει την ψυχή του αδελφού μας «στο Φως του προσώπου Του».
Στη συνέχεια θάβουμε το σώμα μέσα στο χώμα και τοποθετούμε στο σημείο της ταφής του ένα σταυρό, το σύμβολο της νίκης του Χριστού κατά του θανάτου. Δεν το καίμε, γιατί, για μας, δεν είναι βέβαια ιερό, ώστε να το λατρεύουμε, αλλά είναι άξιο σεβασμού. Αξίζει το σεβασμό μας, διότι:
α)      ο Χριστός, ο προαιώνιος Θεός Υιός του Θεού Πατρός, πήρε ακριβώς ίδιο σώμα με το δικό μας («ομοούσιο», από την ίδια ουσία) και, επειδή ήταν Νέος Αδάμ, η χάρη που πήρε το δικό Του ανθρώπινο σώμα πέρασε σε ολόκληρη την ανθρωπότητα,
β)      κάθε χριστιανός έλαβε ειδικά στο δικό του σώμα τη χάρη του Θεού, αφού βαπτίστηκε στο όνομα της Αγίας Τριάδας, χρίστηκε με το άγιο Μύρο και κοινώνησε το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού, κατά το μυστήριο της θείας Μετάληψης,
γ)      αν ο άνθρωπος εκείνος έχει πλησιάσει πολύ το Χριστό, η θεία χάρη είναι έντονη στα λείψανά του, τα οποία γίνονται «ιερά λείψανα» – αν κάψουμε το σώμα, θα στερήσουμε τον εαυτό μας, την κοινωνία, τον κόσμο ολόκληρο, από μια πηγή θείας χάριτος, ενώ πιθανόν να μην αντιληφθούμε ποτέ ότι ο άνθρωπος αγίασε, αφού συχνά η αγιότητα αποκαλύπτεται μέσω των ιερών λειψάνων (που ευωδιάζουν, μυροβλύζουν και θαυματουργούν).
Μετά την ταφή αρχίζει μια σειρά από εκκλησιαστικές τελετές, που ονομάζονται «μνημόσυνα» (=αναμνήσεις) και σ’ αυτές επίσης παρακαλούμε το Θεό για την ανάπαυση του αδελφού μας. Κατά τα μνημόσυνα, μια μικροσκοπική μερίδα από τον ιερό άρτο της θείας Μετάληψης αφιερώνεται ονομαστικά στον κεκοιμημένο αδελφό μας, ο οποίος έτσι μνημονεύεται στο «εσωτερικό» του ιερού μυστηρίου.
Μνημόσυνα τελούνται τρεις ημέρες μετά την κοίμηση, οκτώ ημέρες, σαράντα ημέρες, στη συνέχεια κάθε τρεις μήνες και, μετά τη συμπλήρωση ενός έτους, κάθε χρόνο στην επέτειο της κοίμησής του.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο για όποιον θέλει να μάθει 
τη διδασκαλία των ορθόδοξων αγίων για τη ζωή μετά.
Εκτός από τα μνημόσυνα, οι χριστιανοί συνηθίζουμε να προσφέρουμε τα ονόματα των κεκοιμημένων προγόνων και αδελφών μας στον ιερέα, ώστε να τα μνημονεύσει εντός της θείας Μεταλήψεως κατά τη θεία λειτουργία που θα τελέσει την Κυριακή. Μηνύματα που έχουν δώσει, με άδεια του Θεού, κεκοιμημένοι στα όνειρα ζωντανών, φανερώνουν ότι η μνημόνευση αυτή προσφέρει σημαντική ωφέλεια στην κατάσταση της ψυχής. Ιδιαίτερα όταν γίνεται σε σαράντα λειτουργίες κατά σειρά, πράγμα που ονομάζεται «σαρανταλείτουργο».
Μια από τις αμέτρητες μαρτυρίες, που φανερώνουν πόσο ωφελεί τις ψυχές η μνημόνευση κατά τη θεία λειτουργία, είναι η περίπτωση του αγίου Θεοδοσίου του Τσερνιγκώφ (Ρωσία). Ο άγιος εμφανίστηκε στον όσιο ιερομόναχο Αλέξιο, που είχε πραγματοποιήσει με αγάπη την ανακομιδή των λειψάνων του, και του είπε: «Σ’ ευχαριστώ που κοπιάζεις για μένα, αλλά σε παρακαλώ να μνημονεύεις στη λειτουργία τους γονείς μου, που τα ονόματά τους είναι πατήρ Νικήτας και Μαρία». Ο π. Αλέξιος απόρησε και τον ρώτησε: «Εσύ, που είσαι άγιος και πρεσβεύεις απευθείας στο Θεό για όλους, ζητάς από εμένα να μνημονεύω τους γονείς σου;». Ο άγιος απάντησε: «Έχεις δίκιο, αλλά η ωφέλεια που θα έχουν από τη μνημόνευσή τους στη λειτουργία είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που έχουν με τις δικές μου προσευχές».
Όταν αργότερα ανακαλύφθηκε το βιβλίο μνημοσύνων της μονής, όπου ο άγιος Θεοδόσιος ήταν ηγούμενος, αποδείχτηκε ότι τα ονόματα των γονιών του ήταν ακριβώς αυτά που είπε στον π. Αλέξιο (άγνωστα προηγουμένως).
Η Εκκλησία, εκτός από τις προσευχές για τους κεκοιμημένους που στέλνει στο Θεό σε κάθε χριστιανική τελετή, έχει θεσπίσει και μία ημέρα της εβδομάδας ειδικά αφιερωμένη στη μνημόνευση των κεκοιμημένων (δηλαδή την προσευχή υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους) και η ημέρα αυτή είναι το Σάββατο. Έχει θεσπίσει επίσης κάποια ιδιαίτερα Σάββατα, αφιερωμένα στη μνημόνευση όλων των κεκοιμημένων, από την αρχή της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη Γη μέχρι σήμερα. Τα Σάββατα αυτά ονομάζονται «ψυχοσάββατα». Επίσης διαβάζεται ειδική ευχή για τους κεκοιμημένους στη σπουδαία εκκλησιαστική τελετή του Εσπερινού της Γονυκλισίας κατά την Κυριακή της Πεντηκοστής.
Εκτός από τα παραπάνω, οι χριστιανοί συνηθίζουμε ιδιωτικά να ανάβουμε καντήλι με λάδι ως σύμβολο της προσευχής μας προς το Θεό, για να βιώνουν με ευχαρίστηση το Φως Του οι κεκοιμημένοι πρόγονοι και αδελφοί μας. Καίμε επίσης θυμίαμα, ως σύμβολο της προσευχής μας, που ανεβαίνει στον ουρανό όπως ο καπνός του θυμιάματος και που πρέπει να ευωδιάζει (δηλαδή να γίνεται με αγνή καρδιά, καθαρή από κακίες, μίση, εγωισμούς και διάθεση εκμετάλλευσης των άλλων ανθρώπων), όπως ευωδιάζει κι εκείνος. Καντήλι και θυμίαμα αφιερώνουμε στους κεκοιμημένους μας όχι μόνο στο σπίτι μας (κοντά στις φωτογραφίες τους) αλλά και στον τάφο τους, τον οποίο επισκεπτόμαστε όποτε θέλουμε. Ενίοτε μάλιστα καλούμε τον ιερέα στον τάφο και τελεί μία μικρή τελετή («τρισάγιο») για την ανάπαυση των κεκοιμημένων.
6.           Φοβόμαστε τις «κακές» ψυχές;
Υπάρχουν φαντάσματα;
Όπως είπαμε παραπάνω, οι ψυχές που προγεύονται τον παράδεισο, δηλαδή έχουν εντός τους τη θεία χάρη και διαθέτουν κάποια αγιότητα, μικρή ή μεγάλη, μπορούν να μεσιτεύουν στο Θεό για την προστασία των ζωντανών. Το όραμα του αγίου Μακάριου όμως φανερώνει ότι στην πρόγευση της κόλασης οι ψυχές νιώθουν εντελώς απομονωμένες. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να επιστρέψουν με κανένα τρόπο στη γη και να επηρεάσουν τη ζωή των ζωντανών. Γι’ αυτό το λόγο, οι χριστιανοί δεν πιστεύουμε ότι οι «κακές» ψυχές είναι απειλητικές για μας. Δεν τις φοβόμαστε, απλά λυπόμαστε για την οδύνη και τη δυστυχία τους και προσευχόμαστε στο Θεό γι’ αυτές.
Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι πράγματι υπάρχουν κάποια μέρη, που κακές πνευματικές δυνάμεις τα έχουν «τυλίξει» με τη σκοτεινή και απειλητική ενέργειά τους. Τέτοια μέρη είναι κυρίως εκεί όπου γίνονται, ή γίνονταν παλιότερα, μαγικές τελετές, με επίκληση δαιμονικών πνευμάτων. Τα πνεύματα εκείνα δεν είναι ψυχές νεκρών, ακόμη κι αν μερικές φορές εμφανίζονται με τέτοια μορφή.
Ομοίως, δεν είναι ψυχές νεκρών, ούτε «καλές» ούτε «κακές», τα πνεύματα που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια «πνευματιστικών» τελετών, σε επικλήσεις πνευμάτων από μάγους, μέντιουμ και πνευματιστές κάθε είδους. Μόνο με την προσευχή, μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, οι ζωντανοί απευθύνονται στους κεκοιμημένους – και πάντα σε αγίους. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις «επικοινωνίας» νεκρών με ζωντανούς, που συνέβαιναν και συμβαίνουν εδώ και χιλιάδες χρόνια σε πολλούς πολιτισμούς και θρησκείες, είναι τουλάχιστον ύποπτες. Ξέρουμε από την πείρα των αγίων διδασκάλων μας ότι τα πνεύματα που εμφανίζονται σ’ αυτές δεν είναι οι ψυχές των νεκρών και γενικά δεν είναι «αυτό που φαίνεται», αλλά σκοτεινές υπάρξεις που ζητούν να παραπλανήσουν τους ζωντανούς λέγοντας ψέματα.
Μια απόδειξη του παραπάνω είναι ότι τα πνεύματα αυτά μπορεί να γίνουν επικίνδυνα για τους ανθρώπους που τα προσκαλούν. Αλλά και ότι, σε μέρη όπου γίνονται κατ’ εξακολούθησιν τέτοιες επικλήσεις, συσσωρεύεται σκοτεινή ενέργεια που κάποια στιγμή εκβάλλει στις ζωές των ανθρώπων.
Για τις περιπτώσεις αυτές η διδασκαλία της Εκκλησίας και η πείρα των χριστιανών λέει τα εξής:
α)      Όταν ο άνθρωπος εντάξει τον εαυτό του και τη ζωή του στο παγκόσμιο «Σώμα του Χριστού», την Εκκλησία, και λάβει τη χάρη του Θεού μέσα από το άγιο βάπτισμα, τα ιερά μυστήρια και τη χριστιανική ζωή (ζωή που δεν περιέχει μόνο συμμετοχή στις θρησκευτικές τελετές, αλλά και αγάπη προς το συνάνθρωπο και ιδιαίτερα τη συγχώρηση των εχθρών μας), τότε μπορεί με τη βοήθεια του Θεού να νικήσει τις κακοποιές πνευματικές δυνάμεις και να εκτοπίσει την επιρροή τους από τη ζωή του και τη ζωή των δικών του.
β)      Υπάρχουν ειδικές πνευματικές άμυνες της Εκκλησίας για το σκοπό αυτό, όπως η θερμή προσευχή με την επίκληση του Ιησού Χριστού, η τοποθέτηση του σταυρού (διά του οποίου ο Χριστός νίκησε το θάνατο) στον τόπο με την κακή ενέργεια, η τέλεση ειδικών τελετών, όπως ο εξορκισμός, ο αγιασμός (ευλογία νερού και στη συνέχεια ραντισμός με αυτό), το ευχέλαιο (αγιασμένο λάδι) κ.λ.π. Όλα αυτά όμως δεν είναι «μαγικά», ώστε να τα πράξουμε και να έχουν αυτόματο αποτέλεσμα.
Πρέπει να τα εντάξουμε στη σωστή σχέση με το Θεό: είναι παρακλήσεις προς το Θεό να έρθει αυτοπροσώπως και να βοηθήσει, και αυτό θα το κάνει όταν εμείς θα είμαστε πνευματικά έτοιμοι να δεχτούμε τη θεραπευτική και σωτήρια άκτιστη χάρη Του. Γι’ αυτό πρέπει να έχουμε υπομονή, επιμονή, εμπιστοσύνη στο Θεό και, ακόμη, μετάνοια για τα ελαττώματα που σίγουρα έχουμε, και να Του ζητάμε όχι μόνο να μας βοηθήσει αλλά και να μας συγχωρήσει για ό,τι πράττουμε, αισθανόμαστε ή σκεφτόμαστε ενάντια στο φιλάνθρωπο θέλημά Του.
Σκοπός της Εκκλησίας, των χριστιανών ιερέων και των χριστιανικών τελετών δεν είναι να εξυπηρετήσουν επίγειες ανάγκες των ανθρώπων (όπως να εξορκίσουν τις κακές πνευματικές δυνάμεις από τη ζωή μας). Σκοπός τους είναι να μας βοηθήσουν να γνωρίσουμε το Θεό και να οδηγηθούμε στην αιώνια ζωή κοντά Του, που είναι ο παράδεισος. Μέσα στα πλαίσια αυτού του σκοπού όμως δίνεται και η βοήθεια όλων των παραπάνω στα επίγεια προβλήματά μας, αφού κι αυτά συχνά εμποδίζουν τη σωτηρία μας.
Κλείνω αυτή την αναφορά, υπενθυμίζοντας ότι όλα τα πνεύματα είναι λιγότερο δυνατά από το Χριστό (αφού Εκείνος τα δημιούργησε, κι αυτά στη συνέχεια επέλεξαν αν θέλουν να είναι καλά [άγιοι άγγελοι] ή κακά) και πιο δυνατά από τους ανθρώπους. Έτσι, η ένωση του ανθρώπου με το Χριστό είναι η κατάλληλη συμμαχία για την προστασία του ανθρώπου από κάθε κακοποιό πνευματική δύναμη.
Ο χαιρετισμός του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ (1833).
7.      Η Μελέτη και στα Αγγλικά
Το παρόν γράφτηκε και μεταφράστηκε στα αγγλικά για τις ανάγκες της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ταϊβάν (theological.asia). Για την ιεραποστολή σε αυτή τη χώρα βλ. το ιστολόγιο asian-aroma.com. Τον ευχαριστώ θερμότατα.

We and the spirits of the departed
Christians have a very serious relationship with our dead ones. We often speak to them and we continuously talk to God about them.
To be more precise, for us, these who have left their body are not dead but alive (metaphorically we call them “sleeping” and this is the way we regard them, as living, who have simply left and live in another place. The place were we bury their bodies is called “cemetery” (from the greek word “κοιμητήριο” = sleeping place).
On the contrary, we consider dead those people who have taken God, His love and His grace out of their heart, no matter if they live among us or have moved to the place of the souls. This is the real death, the eviction of God from our heart, whereas when we allow Him to enter our heart we are fully alive, either here, or at the place of the souls.
When we say that God enters our heart, we do not mean that he takes control of us and removes our spirit and abolishes our freedom (God never does that, only devious spirits do that). We mean that God’s grace comes into us (His life-giving, uncreated, eternal and luminous energy) and transforms us bringing us closer to Him. This transformation is closely related to the sacraments of Christian Church, as we will see shortly. God willing, we will now see what we know about the dead, or “departed”.
Jesus and the dead
When Jesus died on the cross, His human soul transferred to the place of the dead (”Hades” in Greek), where it talked to the dead, as it had done to the living (one might want to see the relevant orthodox icon “Descent to Hades”, as well as the testimony of great and saint apostle Peter, Jesus’ disciple, in his first epistle (letter), found in the Holy Bible, chapter 3, verse 19-20). He then took the souls of the dead from Hades and brought them to the place where souls go now, a place called “heaven”. There, the souls of those dead before Christ together with the souls of the people who lived after Christ, wait the resurrection, so that they will live in God’s kingdom assuming their bodies again, but this time as immortal and luminous bodies.
The people who lived in this world having advanced towards God with pure heart, foretaste in heaven – the place of the souls – the indescribable happiness generated by the relationship with Christ, by the sight of His heavenly beauty and His uncreated Light. This happiness is proportional to their kindness and will reach its full extent after the resurrection of all people. We call this happiness “paradise”.
On the contrary, those who lived in this world confining their love to their egoistic self, foretaste in heaven the grief generated by the relationship with Christ (whom they do not love), by the sight of His heavenly beauty and His uncreated Light. This grief is proportional to the distortion caused by their egoism and will reach its full extent after the resurrection of all people. We call it “hell”.
A reference to the resurrection and to the final state, in which all people (of all races and ages, as well as of all religions) will live, is found in the words of Christ himself, in the Gospel of Mathew, chapter 25, 31-46. This description must be considered in the context of God’s love for all people and for all creatures. God does not “send to hell” the impenitent sinners, but the state of their own soul is itself the hell. The state that does not allow them to taste the indescribable happiness of paradise.
The departed Saints
By becoming human, Christ united with the human nature and offered to every person the ability to unite with Him. But because Christ is also God, the person who unites with Him at the same time unites with God. Thus, the union with Christ makes a person “holy creature”, in other words, Saint. We know from the experience of all generations of Christianity, and especially from the experience of our Holy Teachers, that to unite with Christ just being “good people” is not enough, but holy grace is required, this is why the holy sacraments were delivered to us (baptism, confession, holy Communion, e.t.c.), with which a person properly prepares oneself and calls God to send him His grace.
Every simple person, accepting God’s grace inside him and responding to it by loving God and his fellow people and forgiving those who want to harm him, or have already done so, approaches God so much, as much as he has progressed on that road. He becomes, that is, “little saint” (=he receives a little holiness). Whereas, those who have progressed farther in that road and reach to the point to love God and the others, even their enemies, much more than they love themselves, are the real Saints, those who are often granted from God the gift to perform even miracles.
The fervent, sincere, and persistent prayers of people to the true God are accepted at the time and in the way that He wants. The prayers of the Saints are more accepted, not only while they live here, among us, but also when their souls have departed to heaven and are foretasting paradise. This is why, when God reveals that a departed christian is Saint, we speak to him (through our prayer but also with the church ceremonies performed at the day of his remembrance) and ask from him to pray to God for us and for all the world. Also, we apply to him by painting his icon or dedicating a church to his name. There are innumerable cases, that reveal that the saints respond from heaven and answer our prayers. This is what I meant above, saying that we often speak with our dead.
God has many ways to reveal that a person is Saint: for example, his bones may release scent or even sweet oil (holy scented oil) or people may be cured from illnesses, or other miracles may be performed through his bones. The Saint may appear in dreams or visions to people with clear heart, e.t.c.. Of course, in all such cases we must be alert to make sure that these revelations are true, because it could be a hoax or an enemy trap, meaning a trap from devious spirits, who want to mislead people and make them their followers. When it is certain that this is a true revelation of a Saint, the Church includes the Saint officially in the calendar and assigns a day dedicated to his memory. Usually it is the day the Saint passed away and is called “birth day”, as if that day the Saint was born in heaven.
The existence of Saints and their interventions in our life from heaven prove that there is no reincarnation, and that the souls will never “perish”, but the souls of people are eternal and remain always the souls of the specific persons, with the specific name, personality, memories, feelings, e.t.c. And will remain so until they are resurrected, assuming again their body, incorruptible and eternal, to live eternally as psychosomatic beings, without dying never again.
Even someone who is not an important and miraculous Saint, but whose soul is clean and foretastes paradise, can help living people by praying to God about them. One such case is recorded in Evergetinos, an ancient orthodox book, where an unknown dead person (obviously having a foretaste of paradise) appeared and cured the injured leg of a traveler, who had found his body lying on the road, and had buried it. The people who foretaste paradise see our own world, because paradise is the strongest relation with all beings. But people who foretaste hell do not see our own world, because hell is a state of solitude, since the egoism of those people essentially isolated them eternally to their own self.
We and the souls

Πίνακας του Aladar Korosfoi-Kriesch «Ημέρα των Νεκρών» 1910 Ουγγρική Εθνική Πινακοθήκη, Βουδαπέστη
Abortion, Aladar Korosfoi-Kriesch ''All Souls Day'' - 1910,
ungarian National Gallery, Budapest
We do not worship the souls of the dead, because we know that only Triadic God we must worship. The souls of people, as we are taught by the Holy Bible and by all the holy christian teachers, are not from the same substance with God, but are God’s creations, created from nothing, like our bodies and all the material and the spiritual world are. Only the Holy Trinity is uncreated. The Father bears the Son before all ages, and proceeds (=sends out) the Holy Spirit – He brings Them into existence through His substance, He does not create Them. On the contrary, He creates the souls when a person is conceived inside his mother’s womb.
So, the souls are not divine. They are what we, living people, are: God’s creations who worship God and only God. We love people, regardless if they are here or in heavens, we pray to God for them or address them, if God has revealed that they are Saints, but we do not worship them. We do not worship Saints either. Only God we worship.
So, when a person departs from this world to go to heaven, we immediately start to talk to God about him. In this way we try to help the state of his soul, so if it was not good enough to foretaste paradise, we may comfort it with our prayers. Since hell is associated with total loneliness, it is not strange that living people’s interest for the souls, if fervent, sincere, and persistent, has the power to alleviate this loneliness and bring relief to the state of those souls.
The vision experienced by St. Macarios of Egypt, written in the Gerontiko (an ancient book narrating the stories of holy hermits of the desert), proves that. St. Macarios, while walking in the desert, unearthed, by mistake, a scull with his walking stick. He then bent down, buried the scull with respect and prayed for the person to whom the scull belonged. Then, the soul appeared to him and informed him that, while living, he was a demon worshipper (a priest of Isis) and now he was in hell. “And how is it there?” asked the Saint. “Everything is in the fire”, replied the soul. “And we are all tied up back to back. But, when you pray for us, we see a little of each other, for as long as the prayer lasts.”
We know from holy christian teachers that the fire mentioned by the soul, is the Light of God, which illuminates everything in the other world. The sensation experienced by those who see This Light through the distortion of their egoism is described as “fire of hell”.
St. Macarios of Egypt was so good that when a young woman, who was pregnant by some secret lover, falsely accused him that the child was his, he accepted the accusation, suffered all kinds of insults from the local people and started to work double, in order to support the woman and her child. And when later the truth was revealed, he left secretly and never tried to clear his name.
Also, the case of Saint Gregorios the Dialog (as well as other cases) prove that the fervent, sincere, and persistent prayer of living people for the dead has the ability to even convert the state of a soul from hell to paradise, at least when that particular soul has the required preconditions for this conversion (that is, if the soul is not totally corrupted). The Saint prayed fervently, “shedding rivers of tears”, for the salvation of the soul of the Roman emperor Traianos, when informed of an action of charity that he had performed. And later, he was informed by God that his prayers were accepted.
Talking to God about souls
Of course, all of us hope that the souls of our beloved are in the state of foretasting paradise, but only for the Saints can we be sure. So, as already mentioned, when a person’s soul departs from this world, we immediately start to talk to God about that person. In other words, we immediately start to pray.
For us, all people are equal, therefore the following apply to everybody: men, women, or children, irrespective of their social status.
If that person is not an orthodox christian, the only thing to be done is our personal or team prayer for him, which may be accompanied by fasting or some other small or big sacrifice, which will make our heart cleaner and in this way more appropriate to send our prayers to God. We do not perform for him any “official” ceremonies in our churches, because the first step and the necessary condition for these ceremonies to be effective, is the holy baptism in the name of the Holy Trinity. The holy baptism “transforms” the person to the “good olive tree”, to the “real grapevine”, to Christ. Therefore, in the absence of baptism, we can offer the prayer, with all the warmth and strength of our souls, the fasting probably, or some other sacrifice, but there are no church ceremonies. They have no effect.
If the person departing for heaven is an orthodox christian, the first thing we do after his departure is a church ceremony, in which all of us participate, called “care” of the body of that person. During this ceremony we ask God for the first time (all of us together, as a Church (in other words, as a single body) to rest the soul of our brother “in the Light of His face”.
Next, we bury the body into the ground and place a cross at the burial point, the symbol of the victory of Christ against death. We do not burn the body, because for us, although it is not holy so as to worship it, it is however worthy of respect. It is worth our respect because: a) Christ, the age-old God, Son of the Father-God, assumed exactly the same body as ours (we call it “homoousian” = consubstantial, from the greek words “όμο”=same + “ουσία” = substance, meaning from the same substance) and because he was the New Adam, the grace His own human body received was conveyed to all mankind, b) every christian has received personally on his own body the grace of God, since he was baptized in the name of the Holy Trinity, was chrismated with sweet oil (holy scented oil) and received the holy body and blood of Jesus, during the sacrament of the holy Communion, c) if that person has come very close to God, the holy grace is intensely present in his relics (=bones), which become “holy relics” – if we burn the body, we will deprive ourselves, the society, the whole world, from a source of holy grace, and it is possible that we will never realize that the person reached a state of Sainthood, as Sainthood is often revealed through the holy relics (which release scent, holy oil, and perform miracles).
After the burial, a series of church ceremonies begins, called “commemorations”( = remembrances”) and in these also we ask God for the repose of our brother. During “commemorations”, a very small portion from the holy bread of the holy Communion is dedicated by name to the departed brother, who, in this way is commemorated in the “inside” of the holy sacrament. Commemorations are performed at the third day a person died, then at the eighth day, then at the fortieth day, then at the end of the third month, and then every three months until the completion of the first year, and then every year on the date the person died.
Except from the commemorations, christians are in the habit of presenting to the priest the names of our departed ancestors and brothers, so that he can commemorate them during the holy Communion during the divine liturgy that he will celebrate on Sunday. Messages sent (with God’s permission) by departed people to living people through their dreams, reveal that this commemoration offers significant benefit to the state of the soul. Especially, when this commemoration is done during forty consecutive divine liturgies, which is called “sarantaleitourgo” (=forty liturgies, from the greek word “σαράντα” = forty).
One of the innumerable testimonies that reveal how much benefit to the souls the commemoration during the divine liturgy has, is the case of St. Theodosius Chernigoff (of Russia). The Saint appeared to monk Alexios, who had lovingly performed the exhumation of his relics, and told him: “I thank you for getting tired for me, but I ask you to mention my parents’ names, Nikitas and Maria, during the divine liturgy.” Fr. Alexios was surprised and asked him: “You, being saint and praying directly to God for everybody, you ask from me to commemorate your parents?” And the Saint answered him: “You are right, but the benefit they will have by commemorating their names inside the divine liturgy is much greater than the benefit that my prayers will offer.” When later the monastery’s book of commemorations was found, where Saint Theodosius was abbot, it was proved that his parents’ names were exactly those he had told fr. Alexios (and were previously unknown).
The church, except from the prayers for the departed sent to God in every christian ceremony, has assigned one day of the week to be specially dedicated to the commemoration of the departed (meaning the prayer for the repose of their souls) and this day is Saturday. The church has also assigned some special Saturdays to be dedicated to the commemoration of all the departed, from the beginning of the existence of the mankind on Earth until the present day. These Saturdays are named “Saturdays of the souls”. Also, a special prayer for the departed is read during the important church ceremony of the Vespers of Kneeling during the Sunday of Pentecost.
Apart from the above, Christians are on the habit of privately lighting a small oil lamp as a symbol of our prayer to God, so that our departed ancestors and brothers will experience His Light with contentment. Also, we burn incense, as a symbol of our prayer, which rises to heaven like the smoke of the incense and which must smell pleasantly (meaning that the prayer must be done with pure heart, devoid of evilness, hatred, egoism, and without desire of exploitation of other people), as the smoke of the incense smells pleasantly. We dedicate cresset and incense to our beloved departed not only at home (near their pictures) but at their graves as well, which we visit whenever we want. Some times we call the priest to the grave to perform a small ritual (”trisagion”) for the repose of the departed.
Are we afraid of the evil souls? Do ghosts exist ?
As mentioned above, the souls that foretaste paradise, in other words they have the holy grace inside them and possess some holiness (to a bigger or lesser extent), can pray to God for the protection of the living people. But the vision of St. Macarios reveals that souls foretasting hell feel completely isolated. Therefore, it is not possible in any way to return to earth and affect the lives of the living. For this reason, the christians do not believe that “bad” souls are in any way threatening to us. We are not afraid of them, we simply regret for their grief and suffering and pray to God for them.
However, certain places seem to exist that evil spiritual powers have “engulfed” them with their dark and threatening energy. Such places are mainly those where magic rituals are, or where, performed, by invocation of demonic spirits. These spirits (ghosts) are not souls of departed people, even though sometimes they appear to be such.
Similarly, the spirits appearing during “spiritual” ceremonies, during invocation of spirits by sorcerers, mediums or “spiritualists” of any kind, are not souls of dead people, either good or bad. Only with prayer, inside the life of the Church, the living address the deceased – and always address Holy people. All other cases of “communication” between dead and living, that happened and still happen for thousands of years in many civilizations and religions, are at least suspicious. We know from the experience of our holy teachers that the spirits appearing in these cases are not the souls of the dead and that generally they are not what they appear to be, but evil beings seeking to deceive by lying.
A proof of the above is the fact that these spirits can become dangerous to those invoking them. And also, that in places where such invocations are repeatedly performed, evil energy is accumulated that sooner or later discharges to the lives of people.
S.Drekou»aenai.epAnastasi.

For these cases, the teaching of the Church and the experience of Christians tell us that:
a)      When a person incorporates himself and his life to the global “Body of Christ”, the Church, and receives God’s grace through the sacrament of the holy baptism, the other holy sacraments and the christian life (a life that does not include only participation to the religious ceremonies, but also includes love to our fellowmen and especially the forgiveness of our enemies), then with the help of God he can overpower the evil spiritual forces and expel their influence from his life and the life of his beloved.
b)      the church has special spiritual defenses to offer for this cause, like the fervent prayer invoking Jesus Christ, the placement of the Cross (through which Jesus defeated death) to the place having bad energy, the performing of special ceremonies, like exorcism, the sanctification (blessing of water, and then spraying with it), the Holy Oil (blessed oil), e.t.c. However, all these are not “magic”, to perform them and have an automatic effect. We must incorporate them to the true relation with God: they are petitions to God to come in person and help, and He will do that when we will be spiritually ready to accept His therapeutic and saving uncreated Grace. For this reason we must have patience, insistence, trust to God and, even more, repentance for the shortcomings and weaknesses that we surely possess, and ask Him to not only help us, but forgive us for whatever we do, feel, or think against His philanthropist will.
The aim of the church, of the christian priests and of the christian ceremonies is not to serve earthly human needs (like exorcising evil spiritual powers from our lives). Their aim is to help us find and get to know God and help lead us to the eternal life next to Him, which is the paradise. However, within this scope, all the above provide help to our earthly problems, since these problems often impede our salvation.
I conclude this talk, reminding that all spirits are less powerful than Christ (since He created them, and they chose if they want to be good [holy angels] or evil) and more powerful than people. So, the union with Christ is the proper alliance for the protection of people from all maleficient spiritual forces.
Ο κ. Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης είναι καθ. θεολόγος.

http://www.sophia-ntrekou.gr/2013/10/ta-pneymata-twn-nekrwn-kai-meis-riginiwtis.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.