Κάποιο πρωϊνό, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός ( 9ος -10ος αἰ.), καθισμένος σέ μιά γωνία, ἄκουγε τό πνευματικό του παιδί τόν Ἐπιφάνιο, πού διάβαζε ἕνα λόγο τοῦ μεγάλου Βασιλείου.
Ὅσην ὥρα διαρκοῦσε ἡ ἀνάγνωση,
ξεχυνόταν μιά εὐωδία σάν ἀπό πολύτιμα ἀρρώματα. Ὅταν τελείωσε ἡ ἀνάγνωση,
χάθηκε καί ἡ εὐωδία. Ἔκπληκτος ὁ Ἐπιφάνιος στράφηκε πρός τόν ὅσιο:
-Ἐξηγησέ μου σέ
παρακαλῶ, τί εὐωδία ἦταν αὐτή;
Κι ὁ ὅσιος, ἐπειδή εἶχε
δεῖ αὐτόν πού σκορποῦσε τήν εὐωδία, ἀποκρίθηκε:
-Ἄγγελοι Κυρίου εἶχαν
συγκεντρωθεῖ ἐδῶ, παιδί μου. Ἕνας μάλιστα, θέλοντας νά τιμήσει τά λόγια τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, θύμιαζε γύρω μας χαρούμενος.
Ἡ ἔκπληξη καί ἡ ἀπορία
του Ἐπιφανίου κορυφώθηκαν. Ὁ ὅσιος λοιπόν συνέχισε πιό ἀναλυτκά:
-Σέ τρεῖς περιπτώσεις οἱ ἄγγελοι θυμιάζουν καί μυρώνουν
τούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεού:
Πρῶτον, ὅταν διαβάζουν τά ἱερά βιβλία, ὁπότε τούς
κυκλώνουν γιά ν’ ἀκούσουν κι αὐτοί.
Δεύτερον, ὅταν προσεύχονται καί συνομιλοῦν μέ τό Θεό,
ὁπότε συμπροσεύχονται κι ἐκεῖνοι μέ πόθο.
Τρίτον, ὅταν ὑπομένουν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κόπο,
πόνο καί τιμωρίες, ὁπότε τούς μυρώνουν καί τούς παρακινοῦν στόν ἀγώνα τῆς εὐσέβειας.
Γιά τήν τελευταία
περίπτωση θά σοῦ πῶ τήν ἀκόλουθη ἱστορία:
Κάποτε ὁ παραβάτης Ἰουλιανός,
ξεκινώντας νά πολεμήσει τούς Πέρσες, κατέβηκε στή Δάφνη (προάστιο τῆς Ἀντιόχειας)
γιά νά θυσιάσει στό θεό Ἀπόλλωνα. Ἤθελε νά πάρει χρησμό γιά τήν ἔκβαση τοῦ
πολέμου.
Ὁ δαίμονας ὅμως, πού
κατοικοῦσε στό ἄγαλμα, δέν μποροῦσε νά δώσει χρησμό, γιατί βρίσκονταν ἐκεῖ τά
λείψανα τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βαβύλα καί τῶν τριῶν νηπίων.
Ὁ παραβάτης διέταξε
τούς Ἀντιοχεῖς νά τά μετακομίσουν ἄφοβα. Τότε ἐκεῖνοι σήκωσαν τή σορό τῶν ἁγίων
καί βάδιζαν ψάλλοντας:
«Αἰσχυνθήτωσαν πάντες οἱ προσκυνοῦντες τοῖς γλυπτοῖς, οἱ ἐγκαυχώμενοι ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν».
Ὅταν τ’ ἄκουσε αὐτά ὁ
βασιλιάς, διέταξε ὀργισμένος νά συλλάβουν ὅσους ἀκολουθοῦσαν τή λιτανεία. Ἀνάμεσά
τους συνέλαβαν κι ἕναν ἕφηβο δεκαπέντε χρονῶν, πού λεγόταν Θεόδωρος.
Τόν παρουσίασαν στόν
βασιλιά, κι ἐκεῖνος πρόσταξε νά τόν κρεμάσουν σ’ ἕνα ξύλο καί νά τοῦ ξεσχίζουν
τίς σάρκες. Ἔτσι κρεμασμένος ὑπέφερε πολλά βασανιστήρια. Ὅταν βράδιασε, τόν
κατέβασαν καί τόν ἕριξαν στή φυλακή.
Ἔμεινε ἐκεῖ μερικές
μέρες, μέχρι πού ἔλαβαν τήν εἴδηση πώς ὁ βασιλιάς σκοτώθηκε στόν πόλεμο. Τότε ἐλευθερώθηκε
ὁ Θεόδωρος καί γύρισε στό σπίτι του.
῾῾Ἀγαπημένε μας
Θεόδωρε’’, τόν ρωτοῦσαν ἐκεῖ συγγενεῖς καί φίλοι.
‘‘Τί ἔνιωθες ὅταν σέ
ξέσχιζαν κρεμασμένο στό ξυλο’’;
Ἐκεῖνος τούς ἀποκρίθηκε:
῾῾Στήν ἀρχή ὑπέφερα
μέ δυσκολία τόν πόνο. Ὕστερα ὅμως παρουσιάστηκαν μπροστά μου τέσσερις νέοι μέ ὅμορφα
πρόσωπα καί κατάλευκες στολές. Ὁ ἕνας κρατοῦσε μιά λεκάνη ἀστραφτερή.
Ὁ ἄλλος χρυσό
μυροδοχεῖο μέ μύρο σάν ροδέλαιο. Οἱ ἄλλοι δύο κρατοῦσαν λευκά σεντόνια διπλωμένα
στά τέσσερα. Ὁ ἕνας ἄδειασε τό μύρο στή λεκάνη καί, καθώς ἐκεῖνο ἐξατμιζόταν, ἔνιωθα
σέ κάθε εἰσπνοή νά σκπορπίζεται ἡ εὐωδία του σ’ ὅλα τά μέλη καί νά ἐξουδετερώνει
τούς φρικτούς πόνους.
Ὕστερα, ὁ ἕνας ἔβρεχε
τό πανί στή λεκάνη καί τό ’βαζε στό πρόσωπό μου πολλή ὥρα, ὥστε μέ τήν ἡδονή ἐκείνη
νά ξεχνάω τούς πόνους. Ὅταν τό ἔπαιρνε ὁ πρῶτος, ἦταν ὁ ἄλλος ἕτοιμος κι ἔβαζε
τό δικό του. Αὐτό συνεχιζόταν μέχρι πού μέ κατέβασαν οἱ δήμιοι ἀπό τό ξύλο.
Τότε ὅμως ἔφυγαν οἱ ἄγγελοι
ἀπό κοντά μου καί λυπήθηκα, γιατί στερήθηκα ἐκείνη τή γλυκύτατη ἡδονή. Ἤθελα νά
βασανιζόμουν ἀκόμη...
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ
βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καὶ
θαύματα τῶν Ἀγγέλων» (σελ.155-157)
Ἱερᾶς Μονῆς
Παρακλήτου
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2007
Πηγή: Αναβάσεις και
Εμείς από το «σπιτάκι της Μέλιας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.