Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Γάμος και οικογένεια


www.pemptousia.gr
1.      Ποιά είναι η έννοια του μυστηρίου του γάμου;
«Το μυστήριον τούτο μέγα εστί εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Έκκλησίαν» (Εφ. 5,32). Στη φράση αυτή ο απ. Παύλος παραλληλίζει τη σχέση άνδρα-γυναίκας, που υπάρχει στο γάμο, με τη σχέση Χριστού-Εκκλησίας. Όπως ο Κύριος μας -ως κεφαλή-, ένωσε τον εαυτό του με την Εκκλησία και αποτελούν ένα σώμα -αν και η τελευταία αποτελείται από πολλά μέλη-, έτσι και στο γάμο η νόμιμη ένωση των δύο μερών -άνδρα και γυναίκας-, αποτελεί ένα· μία φύση όπως κατασκευάσθηκε από την αρχή της δημιουργίας.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «καθ’ ομοίωσιν» της Αγίας Τριάδας. Ο Θεός -αν και είναι ένας στη φύση ή ουσία-, είναι και τριάδα προσώπων ή υποστάσεων. Μεταξύ των προσώπων υπάρχει η αγαπητική κοινωνία. Ο ίδιος ο Θεός μετά τη δημιουργία του ανθρώπου ομολογεί «ότι ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον» (Γεν. 2,18). Από την πλευρά του σώματος παίρνει μέρος ο Θεός ομοούσιο και ομοφυές και κατασκευάζει αυτό που έλειπε. Μέσα στο σχέδιο της δημιουργίας το πλήθος θα αντικαθιστούσε τη μονάδα. Η ανθρώπινη φύση θα γινόταν «μυριυπόστατος», δηλαδή με πολλές υποστάσεις ή πρόσωπα.
Όπως η λέξη «Εκκλησία» είναι σε ενικό αριθμό και όμως περιλαμβάνει πλήθος μελών, έτσι και η λέξη «άνθρωπος» -αν και είναι σε ενικό αριθμό-, περιέχει το στοιχείο της κοινωνίας των περισσοτέρων. Ο Χριστός -ως κεφαλή-, είναι ενωμένος με το σώμα της Εκκλησίας και αποτελούν ένα. Ο άνδρας, ως κεφαλή της γυναίκας είναι ενωμένος σε ένα σώμα με αυτήν, και «άρα ουκέτι εισί δύο» αλλά «έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν» (Ματθ. 19,5-6). Στην ενότητα αυτή, που δεν είναι φυσική, κρύβεται το μυστήριο.
2.      Πώς θα γίνει κατορθωτή αυτή η ενότητα;
α.      Προσοχή στην εκλογή.
Όπως στην κοινωνική μας ζωή μετά από δοκιμή και πείρα επιλέγουμε το συμφέρον μας και προσέχουμε να μην παρασυρθούμε ή παραπλανηθούμε και στο σοβαρότατο και αμετάβλητο μυστήριο του γάμου επιβάλλεται η κατάλληλη προσοχή.
Ούτε οι αξίες, ούτε ο πλούτος, ούτε τα φανταστικά όνειρα, ούτε και η πρόκληση της μορφής του προσώπου πρέπει να μας δελεάζουν στην εκλογή του συντρόφου της ζωής, αν κατ’ αρχήν δεν αποδειχτεί η συμφωνία, η ομογνωμία και η αποδοχή των όρων και κανόνων της γνήσιας συζυγίας. Και οι δύο μελλόνυμφοι πρέπει να πιστεύουν στην αξία της πατρότητας και μητρότητας, χάριν των οποίων και εμείς υπάρχουμε. Εάν οι δικοί μας γονείς αδιαφορούσαν για την παιδοποιία, θα υπήρχαμε εμείς σήμερα;
β.      «Αγαπάτε αλλήλους».
Το μέσο της ενώσεως των πολλών σε ένα είναι η αγάπη, που και αυτό ως μυστήριο είναι σχεδόν ανέκφραστο. Η αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ο Θεός αγάπη εστί» (Α’ Ίω. 4,8). Ο Θεός δεν έχει αγάπη σαν ένα απλό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Είναι αυτούσια αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής», «ου λογίζεται το κακόν», «ουκ ασχημονεί», τα πάντα συνδέει και προνοεί, «πάντα στέγει» και δικαίως ουδέποτε εκπίπτει ή αδρανεί, ή εκλείπει, ή αδυνατεί.
Ο νόμος ολοκληρώνεται με το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Γι’ αυτό η Γραφή διατάσσει: «Εάν προληφθή άνθρωπος εν τινι παραπτώματι, υμείς οι πνευματικοί (δηλ. οι φορείς της αγάπης), καταρτίζετε τον τοιούτον» (Γαλ. 6,1) και «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6,2).
Εάν θέλουμε να περιπατούμε «αξίως της κλήσεως» μας θα το πετύχουμε με ταπεινοφροσύνη και πραότητα «ανεχόμενοι αλλήλους» με αγάπη. Γίνεσθε μεταξύ σας «χρηστοί, εύσπλαχνοι, χαριζόμενοι εαυτοίς» (Εφεσ. 4,32), υποτασσόμενοι μεταξύ σας με φόβο Θεού.
Την ιδιοτέλεια, το μεγαλύτερο αποτέλεσμα της πτώσεως μας, μόνον η αγάπη μπορεί να τη συντρίψει και να τη μεταστρέψει σε ανιδιοτέλεια. «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου» (Α’ Κορ. 10,24), «πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω» (Α’ Κορ. 16,14) και το σπουδαιότερο «εντέλλομαι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ίω. 15,17).
Αυτή η αγάπη είναι ο απαραίτητος κανόνας και νόμος της ζωής, της ενότητας, της αρμονίας, που καταλήγει στο Θεό, γίνεται όπως είναι ο Θεός, αθάνατος και αΐδιος. Μέσω αυτής επιτυγχάνουμε την αρμονία του γάμου από αυτή τη ζωή ως την αιωνιότητα αφού ο Θεός, η παναγάπη, αποκαλύπτει ότι «εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» (Ιω. 14,19) και «όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. 12,26). Ποιός είναι ο δικός του διάκονος παρά ο υπηρέτης της αγάπης, που όχι μόνο υπηρετεί ανιδιοτελώς, αλλά και την ίδια την ψυχή του πρόθυμα διαθέτει, αν η ανάγκη το απαιτεί, για τη ζωή των άλλων;
Δεν ευσταθούν οι προφάσεις της δήθεν ιδιαιτερότητας των χαρακτήρων ή των συνηθειών και της επιρροής του περιβάλλοντος, ούτε και αυτής της κληρονομικότητας. Η συγκατάβαση της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, του Κυρίου μας, ανέπλασε και μεταμόρφωσε όλη τη μεταπτωτική μας διαστροφή και μας πρόσθεσε εξουσία να πατούμε «επί όφεων και σκορπίων και πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. 10,19 ). «Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ» (Φιλ. 4,13 ). Αυτό το μαρτυρούν οι δεδικαιωμένοι δούλοι του Θεού που υπερέβησαν τον νόμο της φθοράς και της διαστροφής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.