Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Ο τσιγκούνης γέρος

lakonikos.gr

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος. Ζούσε σε ένα χωριό. Ήταν τσιγκούνης. Δεν έδινε στον άγιο του νερό. Οι κάτοικοι ήταν φτωχοί. Αυτός είχε ζωντανά, κατσίκια και πρόβατα. Από αυτά ζούσε. Είχε και ελιές. Παιδιά δεν είχε, μόνο μια γυναίκα κι ένα παραπαίδι αμούστακο που τον βοηθούσε.

Η έρμη η γυναίκα του είχε βαρεθεί την τσιγκουνιά του. Όλα τα φύλαγε. Τα κλείδωνε νύχτα μέρα, μην τυχόν του τα πάρει κανείς. «Τι θα τα κάνεις γέρο; Μαζί σου θα τα πάρεις;» έλεγε η γριά. «Φάε την γλώσσα σου γρουσούζα. Ξέρω τι κάνω», αποκρινόταν ο τσιγκούνης γέρος.

Μια μέρα του λέει η γριά του: «Χτες ήρθε ο παπάς του χωριού. Μου ζήτησε λάδι για τις φτωχές οικογένειες». «Πέρυσι του έδωκα πολύ λάδι. Πάλι ζητάει;» είπε ο γέρος κι έφυγε για το μαντρί. «Αχ! Σαν έρθει ο παπάς, τι θα του πω;» λέει η γριά. Δεν πρόλαβε να το ξεστομίσει και χτυπάει η πόρτα. Ανοίγει και βλέπει τον παπά. Της λέει: «Ήρθα για το λάδι χριστιανή… Ψυχικό θα κάνεις…» «Το ξέρω παπά μου. Θα σου δώσω λάδι, μα να μην το μάθει ο άντρας μου. Τόνε ξέρεις, είναι κομμάτι τσιγκούνης». «Μη νοιάζεσαι, δε θα πω λέξη», είπε ο παπάς. Η γριά έδωσε το λάδι στον παπά. Εκείνος την ευχαρίστησε κι έφυγε.

Ας αφήσουμε τώρα τη γριά στο σπίτι και πάμε στο γέρο. Κατά το σούρουπο, τελείωσε τις δουλειές του στο μαντρί. Πήρε το δρόμο να γυρίσει σπίτι. Εκεί που πήγαινε, παρουσιάζεται μπροστά του ένας ζητιάνος κουρελής.

«Γεια χαρά σου γέροντα. Έμαθα ότι στο χωριό σου ζει ένας πλούσιος. Θα πάω να του ζητήσω ελεημοσύνη. Όποιος δε δίνει σε άνθρωπο, που έχει ανάγκη, τον τιμωρεί ο Θεός», του λέει. «Φύγε από μπρος μου παλιό κουρελή», είπε ο γέρος και σήκωσε την γκλίτσα του να τον χτυπήσει. Μα τα χέρια του πέτρωσαν. Δε μπορούσε να τα κουνήσει διόλου. Ο ζητιάνος του λέει: «Μόνο αν μάθεις να δίνεις, θα γίνουν τα χέρια σου όπως πριν. Μα πρόσεχε. Ό,τι δίνεις θα το δίνεις με την καρδιά σου. Έχεις τρεις ευκαιρίες».

Ο γέρο-τσιγκούνης κόντεψε να σκάσει από το κακό του. Δρόμο πήρε δρόμο άφησε, έφτασε στο σπίτι του. Χτυπάει την πόρτα με το πόδι. Του ανοίγει η γριά. Μόλις τον βλέπει, βάνει τα γέλια, άθελά της. «Τι γελάς μουρλόγρια; Βάλε με μέσα, μη με δει κάνα μάτι», της λέει αυτός. «Πως κατάντησες έτσι;» ρωτάει η γριά. «Αυτό κι αυτό έγινε», της λέει. «Τότε άντρα μου, κοίτα να αλλάξεις μυαλά. Άρχισε να δίνεις, γιατί δε σε βλέπω καλά», του λέει η γριά. «Πήγαινε, τώρα, στον παπά και ρώτα τον τι ανάγκες έχει το χωριό», της λέει ο γέρος.

Η γριά τρέχει στον παπά και τον ρωτά. Ύστερα γυρίζει και λέει στο γέρο: «Ο παπάς είπε ότι θέλει παστό, λάδι, ελιές, και γάλα για εφτά οικογένειες». «Ρε τον χουβαρντά. Αμ, βέβαια, από την τσέπη του τα βάζει;» λέει ο γέρος. Σαν το ξεστόμισε, πετρώνει η δεξιά μεριά του μέχρι τη μέση. Αρχίζει να φωνάζει. «Σιώπα γέρο μου, μη σε βρουν χειρότερα», του λέει η γριά. «Καλά, καλά. Δώσε στον παπά ό,τι θέλει».

Πάει η γριά, δίνει τα χαρίσματα. Στο δρόμο συναντάει έναν φτωχό. Αυτός της λέει: «Ελεημοσύνη χριστιανή. Θέλω να μου δώσεις ένα αρνί να το πάω στα παιδιά μου. Πεινάνε». «Έλα μαζί μου», λέει η γριά. Φτάνουν στο σπίτι. Λέει η γριά στον γέρο της: «Συνάντησα έναν φτωχό στο δρόμο. Θα του δώσω ένα αρνί να πάει στα παιδιά του». «Τρελάθηκες γριά; Το αρνί μας θα δώσεις στον ξένο;» Με το που το ξεστομίζει ο γέρος, πετρώνει όλη η αριστερή μεριά του μέχρι τη μέση. «Τσιφούτη, στο τέλος θα πετρώσεις ολάκερος με τα καμώματά σου», λέει η γριά. Ο γέρος φοβήθηκε. Είπε μετά: «Δώσε στο φτωχό το καλύτερο αρνί μας κι ό,τι άλλο θέλει». Ο φτωχός πήρε το αρνί κι έφυγε

Μετά από λίγο χτυπάει πάλι η πόρτα. Στο κατώφλι του σπιτιού στέκεται ο ζητιάνος που είχε συναντήσει ο γέρος και του πέτρωσε τα χέρια. Φοράει ρούχα βοσκού. Λέει: «Καλησπέρα, κυρούλα. Έρχομαι από το βουνό. Λύκοι έφαγαν τα πρόβατά μου. Μπορώ να ξαποστάσω εδώ το βράδυ;» Η γριά του λέει: «Πέρασε μέσα. Θα σου στρώσω δίπλα στη φωτιά να κοιμηθείς». Έτσι κι έγινε. Κοιμήθηκε ο άνθρωπος πλάι στο τζάκι. Η γριά διηγήθηκε στο γέρο το πάθημα του βοσκού. Ο γέρος συμπόνεσε το βοσκό και είπε στη γυναίκα του: «Το πρωί, γριά, θα τον πας στο μαντρί μας. Θα του δώσεις καμιά δεκαριά από τα πρόβατά μας, χάρισμα. Θα πικράθηκε ο άνθρωπος πολύ».

Το πρωί η γριά έκανε ό,τι της είπε ο γέρος. Πήγε μαζί με το βοσκό στο μαντρί. Διάλεξε δέκα πρόβατα. Του τα έδωκε. «Είναι δώρο από τον άντρα μου», του είπε. «Δε θα ξεχάσω το καλό που μου κάνατε», της λέει ο βοσκός. Ύστερα πήρε τα ζώα κι έφυγε.

Ξαφνικά η γριά άκουσε τις φωνές του γέρου. «Παναγιά μου! Τι τόνε βρήκε και κάνει έτσι;» είπε κι έτρεξε να δει. Βρήκε το γέρο να έχει ξεπετρώσει. Αυτό ήταν δώρο του ζητιάνου, που είδε ότι ο γέρος είχε πράγματι αλλάξει μυαλά. «Γέρο μου, έγινες καλά;» ρώτησε η γριά. «Δε με βλέπεις γριά; Τέρμα οι τσιγκουνιές πια. Πες στο παραπαίδι μας να σφάξει τρεις προβατίνες και τρία κατσίκια να τα βάλλει στη σούβλα. Έχουμε γλέντι απόψε. Ας κοπιάσει όποιος θέλει. Πες το και στους γείτονες. Το κρασί θα ρέει άφθονο πες».

Έτσι, το απόγευμα εκείνο έγινε τραπέζωμα καλό στο σπίτι του γέρου και της γριάς. Ο γέρος δεν ξανάκανε τσιγκουνιές. Το σπίτι του ήταν πάντα ανοιχτό για όσους είχαν ανάγκη. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Δήμητρα Μπουμποπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.