του συνεργάτη του ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΥ
ΒΗΜΑΤΟΣ Δημητρίου
Π. Λυκούδη, Θεολόγου –Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Καυχιόμασταν συχνά στους
συνοδοιπόρους και συνταξιδιώτες μας και υποστηρίζαμε ότι το Άγιον Όρος το
¨περπατήσαμε¨.
Θεωρούσαμε και πιστεύουμε ακόμη, ότι έχει
και προσδίδει αλλοτινή ευλογία ο κόπος της οδοιπορίας, ν΄ ακολουθήσεις τα
μονοπάτια εκείνα, πάντοτε βέβαια με κάποιον έμπειρο-οδηγό προσκυνητή, να
κουραστείς έως ότου φθάσεις στο μοναχικό σου προορισμό: «Αν δεν ιδρώσεις και
δεν πονέσουν τα πέλματά σου, Άγιον Όρος δεν εγνώρισες», συνήθιζαν να
συμβουλεύουν οι παλαιότεροι Αγιορείτες!
Ακολουθήσαμε τη συμβουλή τους. Τώρα, πόσο
και σε ποιο βαθμό γνωρίσαμε το Όρος, δεν είναι της παρούσης, δεν αφορά τους
αναγνώστες μας. Ακόμη όμως και σήμερα, μας αναπαύει η οδοιπορία στην Αθωνική
γη. Και αν πεις για τις συζητήσεις που ελάμβαναν χώρα κατά το οδοιπορικά αυτά,
ευθύς αμέσως, γι΄ αυτό ξεκίνησα να γράψω, έχω να θυμάμαι τόσα από δαύτες…
Διψούσαμε για τα προσκυνητάρια που βρίσκαμε
στο δρόμο! Κάθε προσκυνητάρι στο Όρος έχει δική του, μοναδική ιστορία. Κάθε
προσκυνητάρι και θαύμα, κάθε εικόνα και άγιος. Όσα από αυτά είχαν πρόχειρες
επιγραφές, τα διαβάζαμε, μαθαίναμε την ανεξάντλητη αθωνική Ιστορία. Όσα
παρέμεναν σκοτεινά και παραμελημένα, ξέρει ο Θεός λέγαμε, ξέρει ο Θεός να τιμά
και να λαμπρύνει τους αγίους Του ¨εν καιρώ ευθέτω¨. Οι δε συζητήσεις κατά τους
μακραίωνους τούτους περιπάτους ήταν αστείρευτες! Συνέπλεε το πνευματικό με το
κοσμικό στοιχείο, διαφορετικοί άνθρωποι, άλλες οι καταβολές μας, άλλες οι
αναζητήσεις μας. Στα οδοιπορικά αυτά έλαβαν χώρα οι μεγαλύτερες και
¨βαθυστόχαστες ¨ συζητήσεις μας. Αν θυμηθώ και τις φορές που είχαμε συνοδοιπόρο
κληρικό ή μοναχό! «Θα αγιάσεις μαζί μας», συνηθίζαμε να λέγουμε και εκείνος
μειδίαζε ευγενικά. Η αλήθεια όμως είναι ότι χρόνια τώρα, στις αγιορείτικες
προσκυνηματικές εξορμήσεις μας απουσιάζει το ιερατικό ή μοναχικό στοιχείο. Τυχαίο
άραγε;
Στα οδοιπορικά αυτά συζητούσαμε όσα
συγκρατούσαμε από τον προηγούμενο προσκυνηματικό μας σταθμό και παραθέταμε τις
πνευματικές εμπειρίες μας από το ένα μοναστήρι στο άλλο. Οι λόγοι των Μοναχών,
οι ιλαρές μορφές τους-τις περισσότερες φορές- τα μοναστηριακά καθιδρύματα, η
μοναχική-μοναστηριακή λατρεία… Όλα γίνονταν θέμα συζήτησης που πολλές φορές
διαρκούσε ημέρες και σχεδόν πάντοτε, μας συνόδευε και μας ακολουθούσε στις
συζητήσεις μας και εκτός των ορίων του Άγίου Όρους. Ακόμη και σήμερα συγκρατώ εκείνη
την καλογερική διήγηση που ακούσαμε στις Καρϋές από τον παπά Ιερόθεο. Τη βρήκα
σε ένα σύγχρονο αθωνικό γεροντικό και την παραθέτω αυτούσια, σχεδόν όπως την
παρουσίαζε δακρύβρεχτος ο ίδιος: «Ο Γέρο-Θεοφύλακτος είδε άλλη φορά , στο
κατώφλι της πόρτας του Κυριακού, να είναι κάτω Σταυρός και μπαίνοντας, μέσα οι
παπάδες, πατούσαν πάνω. Τούτο τού ήρθε φώτησι, ότι, φανέρωνε τους Παπάδες,
Μοναχούς και χριστιανούς που μπαίνουν στην εκκλησία του Θεού να κάνουν
προσευχή, ενώ είναι γεμάτοι μίσος και κακία. Αυτό σημαίνει καταφρόνησι στο
Πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και το Σταυρό Του, από τον οποίον ο
Δεσπότης Χριστός κήρυξε την αγάπη και όχι το μίσος»[1]. Ο παπά Ιερόθεος
κοιμήθηκε πρόσφατα. Ο Θεός να τον αναπαύσει μετά των δικαίων Του.
Ήμουν ο μικρότερος της παρέας και οι
υπόλοιποι μού έδειχναν περισσότερη προσοχή. Αυτό σήμαινε αυτόματα ότι δεν
κουβαλούσα σχεδόν τίποτα, παρά μόνο τα απολύτως προσωπικά μου είδη πρώτης
ανάγκης. Και πάντοτε τα ¨ασκητικά¨ του αγαπημένου μου αγίου Ισαάκ του Σύρου,
μόνιμο και ακατανόητο σε πολλά, εντρύφημα. Άλση θαλερά και σύσκια, βελανιδιές,
καρυδιές, καστανιές, φουντουκιές, οξυές, πεύκα και έλατα, πουρνάρια και θάμνοι
ολοένα γύρω σου[2]. Και οδοιπορικό σε τέτοια μέρη, ¨εκόντος ή άκοντος¨,
σίγουρα, παραμένει αξέχαστο…
Κοινό θέμα συζήτησης, σχεδόν πάντοτε, ήταν
η προσευχή και δη, η ¨ευχή¨ του Ιησού, η μονολόγιστη ευχή ¨Κύριε Ιησού Χριστέ,
Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν¨[3]. Κρεμούσαμε τα κομποσχοίνια στα
χέρια μας και θεωρούσαμε απόδειξη πνευματικότητας τον τύπο, την ¨επίδειξη¨ ότι
γνωρίζουμε από αυτά και ότι όσο περπατούσαμε , παρά τις όποιες συζητήσεις,
δήθεν ξέραμε από προσευχή, είχαμε συναίσθηση του οδοιπορικού μας! «Η φωνή του
γέροντά μου και πνευματικού μου είναι η φωνή του Χριστού» συνήθιζε να λέγει ο
μακαριστός άγιος γέροντας της Χίου, Κορνήλιος Μαρμαρινός. Και εμείς συζητούσαμε
για γέροντες γύρω μας, κρατούσαμε και μεγάλα κομποσχοίνια και βυθιζόμασταν στον
πνευματικό λήθαργο, μέσα στα μονοπάτια τα αγιωτικά, μέσα στα εξαντλητικά
οδοιπορικά στην αθωνική γη! «Ο Αρίστιππος, ο αρχηγός των κυρηναϊκών φιλοσόφων,
για να έχει μία άνετη ζωή, έπαιρνε αρκετά χρήματα από τους μαθητές του, για τα
μαθήματα που τους παρέδιδε. Μία φορά, όταν ο πατέρας ενός μαθητή του
διαμαρτυρήθηκε ότι ζητάει μεγάλη αμοιβή και πως με τα λεφτά αυτά θα μπορούσε να
αγοράσει ένα δούλο, ο Αρίστιππος απάντησε: ¨Να αγοράσεις δούλο και αργότερα θα
έχεις δύο δούλους, τον αμόρφωτο γιο σου και αυτόν που αγόρασες»[4]. Μάθαμε
όμως από τα ατελείωτα αυτά οδοιπορικά να θέτουμε προτεραιότητες στην
καθημερινότητά μας, να βάζουμε ¨πρόγραμμα¨ πνευματικό και να οριοθετούμε
ιεραρχικά τις όποιες ανάγκες μας…
Στα οδοιπορικά μας στην αθωνική γη
¨σπουδάσαμε¨ όσα οι αγιορείτες Πατέρες ακουσίως δεν μας δίδαξαν. Κυρίως όμως
διδαχθήκαμε την υπομονή, εκεί στα μακρόσυρτα οδοιπορικά του Άθωνα, εκεί θαρρώ
συναντά απόλυτη εφαρμογή ο λόγος του Αποστόλου: «Επεφάνη
η χάρις του Θεού, η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς, ίνα αρνησάμενοι
την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυμίας, σωφρόνως καί δικαίως και ευσεβώς
ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα…»[5].
Παραπομπές:
1.Θεφιλόπουλου Ανδρέου-Χαραλάμπους, Αγιορείτου Μοναχού,
Γεροντικό του Αγίου Όρους, τόμος Α΄, Αθήνα 1994, σελ. 31.
2. «Το 90,25% της χερσονήσου του Αγίου Όρους καλύπτεται από
δάση», βλ., Μουλόπουλου Χρήστου, Η δασοπονία του Αγίου Όρους, Αθωνική Πολιτεία,
Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 57.
3. Πρβλ., Λυκούδη Δημητρίου, Η δύναμη της προσευχής στο
¨Βίος Αβίωτος¨, Αθήνα 2014, σελ. 131-137.
4.Μανουσάκη Γεωργίου, Συνομιλίες με τον Αριστοτέλη, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2003, σελ. 39.
5. Τίτ., β΄11.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.