Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Κυριακή Ζ΄ Λουκᾶ (Λκ. η΄ 41-56)

www.osotir.org
Δύο θαύματα πίστεως
1.      ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΟΣ Ο ΠΟΝΟΣ
Στὴν Καπερναοὺμ ὁ ἀρχισυνάγωγος Ἰάειρος περνοῦσε φοβερὴ δοκιμασία, ζοῦσε τραγικὲς στιγμές. Ἡ μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη του κινδύνευε νὰ πεθάνῃ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή. Κι αὐτὸς τριγυρνοῦσε στοὺς δρόμους τῆς Καπερναοὺμ γιὰ νὰ βρῇ τὸν ἰατρὸ τοῦ κόσμου, τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Μόλις Τὸν ἀντίκρυσε, ἔπεσε γονατιστὸς στὰ πόδια του καὶ Τὸν θερμοπαρακαλοῦσε νὰ ἔλθῃ στὸ σπίτι του, νὰ γιατρέψῃ τὴν ἑτοιμοθάνατη κόρη του.
Πῶς ὅμως αὐτὸς ὁ ἄρχοντας, ὁ ἀρχισυνάγωγος, ποὺ εἶχε τόσο μεγάλη θρησκευτικὴ καὶ κοινωνικὴ θέσι, ταπεινώνεται τόσο πολὺ καὶ πέφτει γονατιστὸς μπροστὰ στὸν Κύριο; Δὲν σκέφθηκε τὸ ἀξίωμά του; Δὲν ντράπηκε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ποὺ ἦταν τριγύρω καὶ τὸν ἔβλεπαν; Δὲν φοβήθηκε τοὺς Φαρισαίους; Δὲν ὑπολόγισε τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά! Ἕνα τὸν ἔνοιαζε, ἡ σωτηρία τῆς κόρης του.
Ἦταν συντετριμμένος ἀπὸ τὴν συμφορὰ ποὺ τὸν βρῆκε. Ὁ πόνος καὶ ἡ θλῖψι τὸν ταπείνωσε πολύ, τὸν ἔκαμε νὰ πέσῃ σὰν δοῦλος στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσῃ ὡς ἄρχοντα ἀνώτερον ἀπ’ αὐτόν.
Ἔτσι συμβαίνει συχνὰ καὶ στὴ δική μας ζωή. Οἱ θλίψεις μᾶς ταπεινώνουν, μᾶς κάνουν νὰ αἰσθανώμαστε τὴν μηδαμινότητά μας καὶ νὰ τρέχουμε μὲ πόθο καὶ προσδοκία στὴν ἐκκλησία. Κι ἐκεῖ νὰ παρακαλοῦμε γονατιστοὶ τὸν Θεὸ νὰ λύσῃ τὸ δύσκολο πρόβλημά μας, νὰ θεραπεύσῃ τὶς ἀρρώστιες μας, νὰ γαληνεύσῃ τὴ ζωή μας.
Πόσο εὐεργετικὸς λοιπὸν εἶναι πόνος! Μᾶς ἐξαγνίζει, μᾶς ταπεινώνει, μᾶς καλλιεργεῖ. Μαλακώνει τὴν καρδιά μας, χαμηλώνει τὸ ἀταπείνωτο φρόνημά μας, μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸν οὐρανό.
2.      ΑΓΓΙΓΜΑ ΨΥΧΗΣ
Καθὼς ὁ Κύριος πήγαινε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ποὺ Τὸν περιέβαλλαν Τὸν ἐπίεζαν ἀσφυκτικά. Μέσα στὸ συνωστισμὸ μιὰ γυναίκα ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ αἱμορραγία δώδεκα χρόνια, πλησίασε κρυφὰ ἀπὸ πίσω τὸν Ἰησοῦ, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του, κι ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Τότε ὁ Κύριος ρώτησε: Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ ἄγγιξε; Κι ἐπειδὴ ὅλοι γύρω ἀρνοῦνταν, ὁ Πέτρος εἶπε μὲ ἀπορία: Μά, Κύριε, τόσα πλήθη λαοῦ σὲ ἔχουν περικυκλώσει ἀσφυκτικὰ κι ἐσὺ ρωτᾷς ποιὸς σέ ἄγγιξε;
Ὁ Πέτρος ἀσφαλῶς δὲν καταλάβαινε τὸ νόημα τῆς ἐρωτήσεως. Διότι ἦταν πολὺ διαφορετικὸ τὸ ἑκούσιο ἄγγιγμα τῆς γυναίκας ἐκείνης ἀπὸ τὸ ἀκούσιο ἄγγιγμα τοῦ πλήθους. Τὰ πλήθη ποὺ περικύκλωναν τὸν Κύριο, Τὸν ἄγγιζαν ἀσυναίσθητα ἐξωτερικῶς. Ἡ γυναίκα ὅμως Τὸν ἄγγισε καὶ ἐσωτερικῶς μὲ τὴν ψυχή της. Μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν προσεγγίσεων τὰ ἀνθρώπινα μάτια δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν καμμία διαφορά. Τὰ μάτια ὅμως τοῦ Χριστοῦ διέκριναν σαφῶς τὴν τεράστια διαφορά.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν διαφορὰ διακρίνουν τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ μας καὶ σ’ ὅλους ἐμᾶς τοὺς πιστούς, ποὺ προσερχόμαστε στοὺς ἱεροὺς Ναούς μας καὶ ἐγγίζουμε τὸν ἀπρόσιτο Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Πόσοι λοιπὸν ἀπὸ ἐμᾶς Τὸν ἐγγίζουμε ἐσωτερικά, μὲ συστολὴ καὶ δέος, μὲ πίστι καὶ φόβο, μὲ τὴν συναίσθησι ὅτι ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι ἔχουμε ἐνώπιόν μας τὸν Ἅγιο τῶν ἁγίων, τὸν ἄπειρο Δημιουργό μας; Πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς Τὸν κοινωνοῦμε μὲ συντριβή, μὲ πίστι; Εἶναι κρῖμα νὰ κυκλώνουμε τὸ ἱερὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ μὴ συναισθανώμαστε ποιὸν ἐγγίζουμε. Γι’ αὐτὸ καὶ μένουμε ἀθεράπευτοι στὴ δική μας ψυχικὴ αἱμορραγία.
3.      ΤΑ ΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΟΥΣ
Στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου σὲ λίγο τὸ θέαμα ἦταν σπαραξικάρδιο. Ὅλοι ἔκλαιγαν, κτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὰ κεφάλια τους γιὰ τὴν νεκρὴ κόρη τοῦ Ἰαείρου. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς εἶπε: Μὴ κλαῖτε. Δὲν πέθανε ἡ μικρή, ἀλλὰ κοιμᾶται! Μόλις ὅμως τὸ ἄκουσαν αὐτὸ τὰ παρευρισκόμενα πλήθη, ἄρχισαν νὰ περιγελοῦν, θεωρῶντας παράλογη τὴν ἔκφρασι τοῦ Κυρίου. Ὅμως μὲ τὴ χλεύη τους αὐτή, τὰ πλήθη, χωρὶς νὰ τὸ κατανοοῦν, οὐσιαστικὰ ἔδιναν τὸ ἐγκυρότερο πειστήριο τῆς ἀναστάσεως ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσε, διότι ἐβεβαίωναν ὅτι ὁ θάνατος τῆς κόρης ἦταν ἀδιαμφισβήτητος. Μὲ τὰ γέλια τους ἔγιναν οἱ ἀξιόπιστοι κήρυκες τοῦ θαύματος.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνεται συχνὰ μέσα στὴν ἱστορία. Ἐχλεύαζαν οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς ἀγραμμάτους Μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἔτσι ἄθελά τους διετράνωναν τὸ θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς ποὺ ἀκολούθησε καὶ μετέβαλε τοὺς ἀγραμμάτους ἁλιεῖς σὲ πανσόφους διδασκάλους τῆς οἰκουμένης. Ἐχλεύαζαν οἱ εἰδωλολάτραι καὶ οἱ ἄθεοι κατόπιν τὴν ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ ἔτσι πιστοποίησαν ὅλοι αὐτοὶ τὸ θαῦμα τοῦ θριάμβου τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες.
Ἕνα τέτοιο θαῦμα ἑορτάζουμε καὶ σήμερα. Τὴν θαυμαστὴ νίκη τῆς μικρῆς Ἑλλάδος μας ἐναντίον τῶν πανίσχυρων χλευαστῶν της. Τὴ νίκη ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ παντοδύναμος Κύριος. Τὴν πρώτη νίκη ἐναντίον τοῦ ἐπηρμένου Ἄξονος Γερμανίας –Ἰταλίας, ποὺ ἐπροδίκασε ὅμως τὴν ἔκβασι τοῦ κρισιμωτάτου δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ζῇ Κύριος ὁ Θεός!
Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ, ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.
https://www.osotir.org/2018/10/24/duo-thavmata-pisteos/   (27 Οκτ 2018   40)   (7 Νοε 2020   35/81)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.