romioitispolis.gr
Ήταν μια πολύ φτωχή κοπέλα. Γεννήθηκε
γύρω στο 1850. Στο σπίτι του πατέρα της σπάνια χόρταινε ψωμί! Και δούλευε από
μικρό παιδί, από όταν «χάραζε» μέχρι που νύχτωνε!
Δώδεκα χρονών, μπήκε μαθητευόμενη
εργάτρια, για ένα κομμάτι ψωμί, σε ένα τότε «εργοστάσιο».
Δούλευε σκληρά. Με υπομονή. Και με ταπείνωση. Δείχνοντας σε όλους καλωσύνη.
Όταν μεγάλωσε άρεσε σε πολλούς, που
ήθελαν να πάρουν καλή σύζυγο και να κάμουν καλή οικογένεια. Αλλά η Μάρθα δεν
έψαχνε για γαμπρό.
Με τις φτωχές τις οικονομίες έτρεχε στα
προσκυνήματα. Τα αφεντικά της το κατάλαβαν. Και της έδιναν κάθε φορά διπλή
άδεια και μεγάλα χρηματικά ποσά, να τα μοιράζει στα μοναστήρια και στους
φτωχούς.
Ήταν παροιμιώδεις η καλωσύνη της. Και η
Μάρθα, με καλωσύνη και πίστη στον Θεό, υπομονή της σε όλες τις πίκρες της ζωής
της.
Και ο Κύριος της έδωκε χαρίσματα: να
θεραπεύει ασθενείς και διάκριση.
Κάποια φορά επήγε στην Μάρθα μια χωρική
από ένα γειτονικό χωριό. Της είπε, ότι ένα της παιδί είχε κακό δερματικό
νόσημα. Και της έδωσε την εξήγηση.
– Ο άνδρας μου φταίει. Γυρίζει πέρα –
δώθε. Αλητεύει. Γι’ αυτό μας αρρώστησε το παιδί. Και άνοιξε το στόμα της και
έβρισε τον άνδρα της με πάθος και κακία.
Η Μάρθα στενοχωρήθηκε. Την διέκοψε. Και
της είπε:
– Γιατί τον βρίζεις, τον άνδρα σου;
Γιατί τα φορτώνεις όλα σε εκείνον; Δεν φταίει εκείνος! Συ φταις! Και, αν θέλεις
να γίνει το παιδί καλά, θα πας στον μύλο. Και ενώ το νερό γυρίζει την ρόδα, συ
θα βάλεις τον κουβά σου να γεμίσει από τις σταγόνες που πετάει η ρόδα μακριά.
Με το νερό αυτό θα πλύνεις το γιο σου. Και θα γίνει καλά!
Υπάκουσε η πονεμένη, έστω και αν ήταν
αγριεμένη. Και επήγε. Και είδε να πετάγονται σταγόνες σαν ελάχιστα αστράκια!…
Σε απίθανο βαθμό μικρές ήταν οι σταγονίτσες αυτές. Αλλά πετούσαν στον αέρα όλο
και πιο πολλές.
Και ο κουβάς της σε λίγη ώρα γέμισε.
Επήγε στο σπίτι. Έπλυνε το παιδί της. Και σε διάστημα λιγότερο από μήνα έγινε
εντελώς καλά.
Και έμαθε η γυναίκα αυτή να βλέπει τις
δικές της αμαρτίες. Και να μη κατηγορεί τον άνδρα της. Και από εκεί και πέρα
ζήσανε ειρηνικά. Και με αγάπη.
Στο τέλος της ζωής της η Μάρθα αρρώστησε
βαριά. Και έμεινε είκοσι δύο χρόνια κατάκοιτη. Φοβάται μην αμαρτήσει, μην
λυγίσει, μην γογγύσει! Και ικετεύει τον ιερομόναχο πνευματικό της:
– Παρακάλεσε τον Κύριο, να μου δώσει
δύναμη να μη λυγίσω.
– Υπομονή. Υπομονή. Υπομονή!
Στο κρεβάτι του πόνου η Μάρθα
προσεύχεται πιο θερμά, πιο ταπεινά, με πιο πολλή πίστη και αγάπη.
Και, προσευχόμενη, αισθάνεται τον Χριστό
δίπλα της. Κλαίει και στενάζει. Και Του λέει:
– Κύριε, εγώ είμαι αμαρτωλή, μεγάλη
αμαρτωλή.
Δεν είμαι άξια, να έχω τέτοια ειρήνη και
χαρά! Γιατί, Χριστέ μου, άφησες εννενήντα εννιά άγια πρόβατά Σου και ασχολείσαι
με εμένα, το απολωλός, και με κρατάς στην αγκαλιά Σου; Δεν είμαι, Κύριε, άξια!
Δεν είμαι άξια!…
Έφυγε από τον κόσμο …
Το σύνθημα της ζωής της ήταν:
– Μην κρίνεις ποτέ
κανένα.
– Μη κρατάς ποτέ κακία
σε κανένα.
– Γιατί ποτέ δεν θα
μπορέσεις να καταλάβεις, αν εκείνον που συ τον κατακρίνεις, ο Θεός τον δέχεται!
Συ, αδελφέ, έχεις υπομονή;
Θυμάσαι ποτέ, το φέρνεις ποτέ στο νου
σου, πόσο μπορεί να είσαι μικρός και φτωχός στα μάτια του Θεού;
https://romioitispolis.gr/%ce%bc%ce%b7%ce%bd-%ce%ba%cf%81%ce%af%ce%bd%ce%b5%ce%b9%cf%82-%cf%80%ce%bf%cf%84%ce%ad-%ce%ba%ce%b1%ce%bd%ce%ad%ce%bd%ce%b1%ce%bd-%cf%83%cf%8d%ce%bd%ce%b8%ce%b7%ce%bc%ce%b1-%ce%b6%cf%89%ce%ae/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.