www.pemptousia.gr
Η έννοια της
διακονίας κατέχει κεντρική θέση στην χριστιανική ζωή και διδασκαλία. Η διακονία
είναι πράξη ανιδιοτελούς αγάπης και θυσίας. Πρότυπό της είναι ο ίδιος ο
Χριστός, που ήρθε στον κόσμο για να διακονήσει και να δώσει την ζωή του για να
λυτρώσει πολλούς [1].
Το έργο της Εκκλησίας
είναι έργο διακονίας. Και όλα τα μέλη της Εκκλησίας, κληρικοί και λαϊκοί,
εντάσσονται αυτοδικαίως στο έργο αυτό. Άλλωστε και η επαγγελματική εργασία του
πιστού οφείλει να εντάσσεται στην ιδιότητά του ως Χριστιανού.
Η αυθεντική διακονία
είναι πράξη εθελοντική· είναι πράξη ελεύθερης επιλογής. Ο Χριστός
πραγματοποίησε το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου ως εθελοντής [2]. Και όποιος επιλέγει
την οδό του Χριστού, συνεπιλέγει και την οδό της διακονίας. Η οδός αυτή παρουσιάζεται
από τον Χριστό ως οδός μεγαλείου και τελειώσεως: «Ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν
υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων
δούλος» [3].
Έτσι η
ταπεινή και δουλική για τον προχριστιανικό και τον εξωχριστιανικό κόσμο
διακονία βιώνεται ως αξίωμα που χαρακτηρίζει τους Αποστόλους του Χριστού, όπως
και όλους τους αληθινούς Χριστιανούς [4].
Η διακονία ασκείται
σε δύο επίπεδα· στο υλικό και το πνευματικό. Ούτε όμως στο υλικό επίπεδο
στερείται αυτή πνευματικού στοιχείου ούτε στο πνευματικό επίπεδο στερείται
υλικού στοιχείου. Ο άνθρωπος ως ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη μπορεί να διακονεί
συγχρόνως και στα δύο επίπεδα. Σύμφωνα όμως με τις υπάρχουσες εκάστοτε ανάγκες
και τις προσφερόμενες δυνατότητες είναι φυσικό να προτάσσει το υλικό η το
πνευματικό επίπεδο.
Η ανάγκη ασκήσεως
ειδικότερου διακονικού έργου προέκυψε ήδη στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των
Ιεροσολύμων. Εκεί εξελέγησαν επτά ευυπόληπτοι άνδρες, προκειμένου να φροντίζουν
για την διανομή των υλικών αγαθών και να παραμείνουν οι Απόστολοι απερίσπαστοι
στην διακονία του λόγου του Θεού [5]. Η διακονία του λόγου του Θεού, όπως και των
υλικών αγαθών, δεν γίνεται για την απολαβή υλικής η ηθικής αμοιβής ούτε
πραγματοποιείται αναγκαστικά, αλλά ελεύθερα και εθελοντικά. Όταν η διακονία
συνυφαίνεται με την ιδιοτέλεια και την σκοπιμότητα, χάνει την ευγένεια και την
καθαρότητά της.
Όπως η διακονία είναι
πράξη εθελοντική, έτσι και ο εθελοντισμός είναι πράξη διακονική. Ενώ όμως η
διακονία έχει πάντοτε κενωτικό χαρακτήρα και εκκλησιολογική βάση, ο
εθελοντισμός έχει συνήθως ανθρωπιστικό χαρακτήρα· περιορίζεται στο κοινωνικό
επίπεδο και προβάλλεται συχνά ως ακτιβισμός. Στον Χριστιανισμό όμως ο
εθελοντισμός τοποθετείται σε εκκλησιολογική βάση και προσλαμβάνει θεολογικές
διαστάσεις. Δεν εκλαμβάνεται ως απλή πράξη εποποιίας αλλά έργο διακονίας. Είναι
τήρηση της εντολής του Θεού, που ασκείται ως μίμηση και μετοχή στο έργο του
Χριστού και αποπνέει θεία ενέργεια.
Ο εθελοντισμός δεν
επιβάλλεται, αλλά εμπνέεται από εκείνους που δραστηριοποιούνται και θυσιάζονται
για τους άλλους [6]. Ο χριστιανικός
εθελοντισμός θεμελιώνεται στην αγάπη προς τους άλλους και οικοδομείται με το
πνεύμα της διακονίας και της θυσίας για τους άλλους. Ο κατεξοχήν άλλος είναι ο
Χριστός. Και η διακονία που ασκείται για τον Χριστό περνάει μέσα από τα πρόσωπα
του κάθε άλλου: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων,
εμοί εποιήσατε» [7].
Όταν ο εθελοντισμός
διαπνέεται από ιδιοτελείς σκοπούς, αλλοτριώνεται η και ευτελίζεται. Παραταύτα
παρουσιάζει και αντικειμενικώς αξιόλογα έργα. Καλύπτει σημαντικές προσωπικές η
κοινωνικές ανάγκες και εγκαινιάζει χρήσιμους προνοιακούς θεσμούς Τέτοιες μορφές
εθελοντισμού είναι γνωστοί στην ιστορία και το παρόν. Το φαινόμενο όμως αυτό δεν
πρέπει να συγχέεται με την ιδιαίτερη ηθική, κοινωνική και πολιτιστική
σπουδαιότητα του ανιδιοτελούς εθελοντισμού, στον οποίο προτρέπονταν πάντοτε οι
πιστοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Απόστολος Παύλος απευθυνόμενος προς τον
μαθητή του Τίτο και υπογραμμίζοντας την σπουδαιότητα της εθελοντικής
αγαθοεργίας γράφει ότι οι Χριστιανοί πρέπει να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε
καλά έργα [8].
Μπορούν να διακριθούν
δύο τύποι εθελοντισμού· ο ατομικός και ο συλλογικός.
Ο ατομικός
εθελοντισμός έχει χαρισματικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται συνήθως σε πλαίσιο
διαπροσωπικών σχέσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να επεκταθεί ευρύτερα
στην κοινωνία και να παρουσιάσει εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει περισσότερο τον
ατομικό εθελοντισμό είναι η ενεργοποίησή του σε περιπτώσεις και σχέσεις που
δυσκολεύεται η αδυνατεί να προσεγγίσει και να βοηθήσει ο συλλογικός
εθελοντισμός.
1. Βλ. Μαρκ. 10, 45.
2. «Επειδή γαρ ο μονογενής του Θεού
Λόγος, Θεός υπάρχων και εκ Θεού, κεκένωκεν εαυτόν κατά τας Γραφάς, καθείς
εθελοντής εις όπερ ουκ ην, και την αδοξοτάτην ταύτην σάρκα ημπέσχετο, και εν τη
του δούλου μορφή πέφηνε, γεγονώς υπήκοος τω Θεώ και Πατρί μέχρι θανάτου».
Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Γένεσιν 7, PG 69,376D.
3. Μαρκ. 10, 43-44.
4. Βλ. π.χ. Πραξ. 1,17. Α’Κορ. 16,15.
Εφεσ. 3,7. Κολ. 4,17.
5. Βλ. Πραξ. 6,1-7.
6. Βλ. Πρωτοπρ. Βασιλείου Καλλιακμάνη,
Εθελοντισμός και κοινωνική ευθύνη, Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 33.
7. Ματθ. 25,40.
8. Βλ. Τιτ. 3,8.
http://www.pemptousia.gr/2018/08/diakonia-ke-ethelontismos/ (27 Ιαν 2019 37)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.