orthodoxfathers.com
– Γέροντα, εὔκολα
κρίνω καὶ κατακρίνω.
– Ἡ κρίση ποὺ ἔχεις, εἶναι, φυσικά, χάρισμα ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται τὸ ταγκαλάκι καὶ σὲ κάνει νὰ κατακρίνης καὶ νὰ ἁμαρτάνης. Γι ̓ αὐτό, μέχρι νὰ ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση σου καὶ νὰ ἔρθη ὁ θεῖος φωτισμός, νὰ μὴν τὴν ἐμπιστεύεσαι.
Ὅταν κανεὶς ἀσχολῆται μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κρίνη, ἐνῶ ἀκόμη δὲν ἔχει ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση του, πέφτει συνέχεια στὴν κατάκριση.
– Καὶ πῶς, Γέροντα, θὰ ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση μου;
– Πρέπει νὰ τὴν λαμπικάρης.
Μπορεῖ νὰ ἔχης καλὴ διάθεση καὶ μιὰ δύναμη μέσα σου, ἀλλὰ πιστεύεις ὅτι κρίνεις
πάντοτε σωστά. Ἡ κρίση σου ὅμως εἶναι ἀνθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγῆς
ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, νὰ ἀποκτήσης ἀνιδιοτέλεια, γιὰ νὰ ἔρθη ὁ θεῖος
φωτισμὸς καὶ νὰ γίνη ἡ κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε ἡ κρίση σου θὰ εἶναι
σύμφωνη μὲ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη· μὲ τὴν ἀγάπη
καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ τὴν ἀνθρώπινη.
Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει
δίκαια, γιατὶ μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ δὲν
ξέρουμε τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, κρίνουμε «κατ' ὄψιν», ἐξωτερικά, καὶ γι ̓ αὐτὸ
πέφτουμε ἔξω καὶ ἀδικοῦμε τὸν ἄλλον. Ἡ ἀνθρώπινη κρίση μας δηλαδὴ εἶναι μιὰ
μεγάλη ἀδικία. Εἶδες τί εἶπε ὁ Χριστός: «Μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν
κρίσιν κρίνατε». Θέλει πολλὴ προσοχή· ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε πῶς ἀκριβῶς
ἔχουν τὰ πράγματα.
Πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἕνας πολὺ εὐλαβὴς διάκος. Κάποτε
ὅμως φόρεσε ροῦχα κοσμικὰ καὶ γύρισε στὴν πατρίδα του. Τότε πολλοὶ Πατέρες εἶπαν
διάφορα ἐναντίον του. Ἀλλὰ τί εἶχε γίνει; Κάποιος τοῦ εἶχε γράψει ὅτι οἱ ἀδελφές
του ἦταν ἀκόμη ἀτακτοποίητες καί, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πῆγε νὰ
τὶς βοηθήση. Ἔπιασε δουλειὰ σὲ ἕνα ἐργοστάσιο καὶ ζοῦσε πιὸ καλογερικὰ ἀπὸ ὅ,τι
προηγουμένως. Μόλις τακτοποίησε τὶς ἀδελφές του, ἄφησε τὴν δουλειά του καὶ πῆγε
πάλι σὲ μοναστήρι, γιὰ νὰ μείνη. Ὁ ἡγούμενος, ὅταν εἶδε ὅτι τὰ ἤξερε ὅλα,
τυπικό, διακονήματα κ.λπ., τὸν ρώτησε ποῦ τὰ ἔμαθε καὶ ἐκεῖνος ἄνοιξε τὴν
καρδιά του καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα. Τότε ὁ ἡγούμενος ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο, καὶ ἐκεῖνος
τὸν χειροτόνησε ἀμέσως ἱερέα. Μετὰ πῆγε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι καὶ ἐκεῖ
ζοῦσε πολὺ πνευματικὴ ζωή, μὲ πολλὴ ἄσκηση. Ἔφθασε σὲ ἁγία κατάσταση καὶ
βοήθησε πνευματικὰ πολλοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ποὺ δὲν ξέρουν τί ἀπέγινε μπορεῖ ἀκόμη
νὰ τὸν κατακρίνουν.
Πόσο πρέπει νὰ
προσέχουμε τὴν κατάκριση! Πόσο ἀδικοῦμε τὸν πλησίον μας, ὅταν τὸν κατακρίνουμε!
Ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν κατάκριση ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὄχι τοὺς
ἄλλους, διότι μᾶς ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Τίποτε ἄλλο δὲν ἀποστρέφεται τόσο πολὺ ὁ
Θεὸς ὅσο τὴν κατάκριση, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ ἡ κατάκριση εἶναι γεμάτη
ἀπὸ ἀδικία.
Πῶς φθάνουμε στὴν κατάκριση
– Γέροντα, γιατί
πέφτω συχνὰ στὴν κατάκριση;
– Ἐπειδὴ ἀσχολεῖσαι
πολὺ μὲ τοὺς ἄλλους. Περιεργάζεσαι τὶς ἀδελφὲς καὶ θέλεις ἀπὸ περιέργεια νὰ
μαθαίνης τί κάνει ἡ μιά, τί κάνει ἡ ἄλλη· ἔτσι μαζεύεις ὑλικό, γιὰ νὰ ἔχη τὸ
ταγκαλάκι νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ σὲ ρίχνη στὴν κατάκριση.
– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ πρῶτα δὲν ἔβλεπα τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, τώρα τὰ βλέπω καὶ κατακρίνω;
– Τώρα βλέπεις τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, γιατὶ δὲν βλέπεις τὰ δικά σου.
– Ἀπὸ ποῦ προέρχονται,
Γέροντα, οἱ λογισμοὶ κατακρίσεως;
– Ἀπὸ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας – δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια – καὶ ἀπὸ τὴν τάση νὰ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας.
– Γέροντα, ἡ κατάκριση
ἔχει ἔλλειψη ἀγάπης;
– Ἔμ, τί ἔχει; Καὶ ἔλλειψη ἀγάπης ἔχει καὶ ἀναίδεια ἔχει. Ὅταν
δὲν ἔχης ἀγάπη, δὲν βλέπεις μὲ ἐπιείκεια τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ὁπότε τοὺς
ταπεινώνεις μέσα σου καὶ τοὺς κατακρίνεις. Πάει μετὰ τὸ ταγκαλάκι καὶ τοὺς
βάζει νὰ κάνουν καὶ ἄλλο σφάλμα· τὸ βλέπεις ἐσύ, τοὺς κατακρίνεις πάλι καὶ ὕστερα
συμπεριφέρεσαι μὲ ἀναίδεια.
– Μερικὲς φορές, Γέροντα, μὲ στενοχωρεῖ ἡ ἀδελφὴ μὲ τὴν ὁποία συνεργάζομαι καὶ τὴν κατακρίνω.
– Ποῦ ξέρεις ἐσὺ μὲ πόσα ταγκαλάκια πολεμάει ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ ἀδελφή;
Μπορεῖ νὰ τὴν πολεμοῦσαν πενῆντα δαίμονες, γιὰ νὰ τὴν ρίξουν, ὥστε νὰ σὲ κάνουν νὰ πῆς: «Ἄ, τέτοια εἶναι». Ὕστερα,
ὅταν δοῦν ὅτι τὴν κατέκρινες, θὰ ἔρθουν πεντακόσιοι δαίμονες νὰ τὴν ρίξουν πάλι
μπροστά σου, γιὰ νὰ τὴν κατακρίνης ἀκόμη περισσότερο. Μπορεῖ λ.χ. νὰ τῆς πῆς: «Ἀδελφή,
μὴ βάζης αὐτὸ τὸ πράγμα ἐκεῖ· ἐδῶ εἶναι ἡ θέση του». Τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὴν κάνη
τὸ ταγκαλάκι νὰ ξεχάση τί τῆς εἶπες καὶ νὰ τὸ βάλη πάλι στὴν ἴδια θέση. Θὰ κάνη
καὶ καμμιὰ ἄλλη ἀταξία καὶ θὰ λὲς μὲ τὸν λογισμό σου: «Μὰ χθὲς τῆς εἶπα νὰ
προσέξη καὶ σήμερα τὸ ἔβαλε πάλι ἐκεῖ! Ἔκανε κι ἄλλη ἀταξία!». Ὁπότε τὴν
κατακρίνεις καὶ δὲν μπορεῖς νὰ συγκρατηθῆς καὶ νὰ μὴ μιλήσης. «Ἀδελφή, τῆς λές,
δὲν σοῦ εἶπα νὰ μὴ τὸ βάζης ἐκεῖ; Αὐτὸ εἶναι ἀκαταστασία. Μὲ ἔχει σκανδαλίσει ἡ
συμπεριφορά σου!». Αὐτὸ ἦταν! Ὁ διάβολος ἔκανε τὴν δουλειά του. Σὲ ἔβαλε νὰ τὴν
κατακρίνης, ἀλλὰ καὶ νὰ ψυχρανθῆς μαζί της. Καὶ ἐκείνη, ἐπειδὴ δὲν ξέρει ὅτι ἐσὺ
ἤσουν αἰτία γιὰ τὴν ἀπροσεξία της, θὰ νιώθη τύψεις ποὺ σὲ σκανδάλισε καὶ θὰ
πέση σὲ λύπη. Βλέπετε μὲ τί πονηριὰ ἐργάζεται τὸ ταγκαλάκι κι ἐμεῖς τὸ ἀκοῦμε;
Γι ̓ αὐτὸ προσπαθῆστε
νὰ μὴν κρίνετε κανέναν· νὰ κρίνετε μόνον τὰ ταγκαλάκια πού, ἐνῶ ἦταν Ἄγγελοι,
κατήντησαν δαίμονες καί, ἀντὶ νὰ μετανοήσουν, γίνονται πιὸ πονηροὶ καὶ κακοὶ καὶ
βάλθηκαν μὲ μανία νὰ καταστρέψουν τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πονηρὸς δηλαδὴ
παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν παραξενιὲς καὶ ἀταξίες, καὶ ὁ ἴδιος πάλι
βάζει λογισμοὺς σὲ ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ κρίνουν καὶ νὰ κατακρίνουν, καὶ ἔτσι
νικάει καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ. Καὶ αὐτοὶ μὲν ποὺ νικοῦνται καὶ κάνουν ἀταξίες,
αἰσθάνονται μετὰ τὴν ἐνοχή τους καὶ μετανοοῦν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ποὺ κατακρίνουν
δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους, ὑπερηφανεύονται καὶ καταλήγουν στὴν ἴδια πτώση μὲ τὸν
πονηρό, τὴν ὑπερηφάνεια.
Μὲ τὴν κατάκριση φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ
– Ὅταν, Γέροντα, μοῦ
περνάη ἕνας λογισμὸς εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, εἶναι πάντοτε κατάκριση;
– Δὲν τὸ καταλαβαίνεις
ἐκείνη τὴν ὥρα;
– Μερικὲς φορὲς ἀργῶ νὰ τὸ καταλάβω.
– Κοίταξε νὰ καταλαβαίνης τὸ συντομώτερο τὴν πτώση σου καὶ νὰ ζητᾶς συγχώρηση καὶ ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ τὴν ὁποία κατέκρινες καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ αὐτὸ γίνεται ἐμπόδιο στὴν προσευχή. Μὲ
τὴν κατάκριση φεύγει αὐτομάτως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ δημιουργεῖται ἀμέσως
ψυχρότητα στὴν ἐπικοινωνία σου μὲ τὸν Θεό. Πῶς νὰ κάνης μετὰ προσευχή; Ἡ καρδιὰ
γίνεται πάγος, μάρμαρο.
Ἡ κατάκριση καὶ ἡ καταλαλιὰ εἶναι οἱ μεγαλύτερες ἁμαρτίες καὶ ἀπομακρύνουν τὴν
Χάρη τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἁμάρτημα. «Ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὴν
φωτιά, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἔτσι καὶ ἡ κατάκριση σβήνει τὴν Χάρη
τοῦ Θεοῦ».
– Γέροντα, νυστάζω πολὺ στὴν πρωινὴ Ἀκολουθία.
– Μήπως κατέκρινες καμμιὰ ἀδελφή; Ἐσὺ βλέπεις ἐξωτερικὰ τὰ πράγματα καὶ κατακρίνεις, γι ̓ αὐτὸ νυστάζεις μετὰ στὴν Ἀκολουθία. Ἀπὸ
τὴν στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ κατακρίνει κανεὶς καὶ δὲν ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα
πνευματικά, μαζεύονται δέκατα πνευματικὰ καὶ ἀποδυναμώνεται. Καὶ ὅταν ἀποδυναμωθῆ,
ἢ νυστάζει ἢ ἔχει ἀυπνία.
– Γέροντα, συχνὰ
πέφτω καὶ στὴν γαστριμαργία.
– Κοίταξε, ἐκεῖνο ποὺ
τώρα πρέπει νὰ προσέξης πολὺ εἶναι ἡ κατάκριση. Ἂν δὲν κόψης τὴν κατάκριση, οὔτε
ἀπὸ τὴν γαστριμαργία θὰ μπορέσης νὰ ἀπαλλαγῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατακρίνει, ἐπειδὴ
διώχνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μένει ἀβοήθητος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὰ ἐλαττώματά
του. Καὶ ἂν δὲν καταλάβη τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ ταπεινωθῆ, θὰ ἔχη συνέχεια
πτώσεις. Ἂν ὅμως τὸ καταλάβη καὶ ζητήση τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τότε ξαναέρχεται ἡ
Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, πέφτει στὰ ἴδια σφάλματα
– Γέροντα, πῶς
συμβαίνει, ὅταν κατακρίνω μιὰ ἀδελφὴ γιὰ κάποιο σφάλμα της, σὲ λίγο νὰ κάνω κι ἐγὼ
τὸ ἴδιο σφάλμα;
– Ἂν κατακρίνη κανεὶς τὸν ἄλλον γιὰ ἕνα σφάλμα του καὶ δὲν καταλάβη τὴν πτώση του, ὥστε νὰ μετανοήση, συνήθως πέφτει στὸ ἴδιο σφάλμα, γιὰ νὰ τὸ καταλάβη. Ὁ
Θεὸς δηλαδὴ ἀπὸ ἀγάπη ἐπιτρέπει νὰ ἀντιγράφη ὁ ἄνθρωπος τὴν κατάσταση αὐτοῦ τὸν
ὁποῖο κατέκρινε. Ἂν πῆς λ.χ. ὅτι κάποιος εἶναι πλεονέκτης καὶ δὲν καταλάβης ὅτι
κατέκρινες, ὁ Θεὸς παίρνει τὴν Χάρη Του καὶ ἐπιτρέπει νὰ πέσης κι ἐσὺ στὴν
πλεονεξία· ἀρχίζεις τότε νὰ μαζεύης. Μέχρι νὰ καταλάβης τὴν πτώση σου καὶ νὰ
ζητήσης συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι.
Γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω, θὰ σοῦ πῶ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν
ἤμουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, ἔμαθα γιὰ μιὰ συμμαθήτριά μου ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ ὅτι
εἶχε παραστρατήσει καὶ ἔκανε ζημιὰ κάτω στὴν Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπὸν νὰ τὴν
φωτίση ὁ Θεὸς νὰ ἀνεβῆ στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ τῆς μιλήσω. Εἶχα ξεχωρίσει καὶ
μερικὰ κομμάτια περὶ μετανοίας ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ Πατερικά. Μιὰ μέρα
λοιπὸν ἦρθε μὲ δυὸ ἄλλες γυναῖκες. Μιλήσαμε καὶ ἔδειξε ὅτι κατάλαβε. Στὴν
συνέχεια ἐρχόταν συχνὰ μὲ τὸ παιδί της καὶ ἔφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι γιὰ τὸν
ναό. Μιὰ φορὰ κάποιοι γνωστοὶ προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Κόνιτσα μοῦ λένε: «Πάτερ, αὐτὴ
ἡ γυναίκα ὑποκρίνεται. Ἐδῶ φέρνει κεριὰ καὶ λιβάνι καὶ κάτω συνεχίζει μὲ τοὺς ἀξιωματικούς».
Ὅταν ξαναῆρθε, τὴν βρῆκα στὴν ἐκκλησία νὰ ἀσπάζεται τὶς εἰκόνες, καὶ τῆς ἔβαλα
τὶς φωνές: «Φύγε ἀπὸ ̓δῶ, τῆς εἶπα, ἔχεις βρωμίσει ὅλη τὴν περιοχή!...». Ἡ
καημένη ἔφυγε κλαίγοντας. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο σαρκικὸ
πόλεμο. «Τί εἶναι αὐτό; λέω. Ποτέ μου δὲν εἶχα τέτοιον πειρασμό. Τί συμβαίνει;».
Δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ τὴν αἰτία. Κάνω προσευχή, τὰ ἴδια· ὁπότε παίρνω τὸν ἀνήφορο
γιὰ τὴν Γκαμήλα . «Καλύτερα νὰ μὲ φᾶνε οἱ ἀρκοῦδες», εἶπα. Προχώρησα ἀρκετὰ
μέσα στὸ βουνό· ὁ πειρασμὸς δὲν ὑποχωροῦσε. Βγάζω τότε ἕνα τσεκουράκι ποὺ εἶχα
κρεμασμένο στὴν μέση μου καὶ δίνω τρεῖς τσεκουριὲς στὸ πόδι μου, μήπως καὶ μὲ τὸν
πόνο φύγη ὁ πειρασμός. Τὸ παπούτσι γέμισε αἷμα, ἀλλὰ τίποτε. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἦρθε
στὸν νοῦ μου ἐκείνη ἡ γυναίκα καὶ τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶχα πεῖ. «Θεέ μου, εἶπα
τότε, ἐγὼ γιὰ λίγο ἔζησα αὐτὴν τὴν κόλαση καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀντέξω, κι αὐτὴ ἡ
ταλαίπωρη ποὺ ζῆ συνέχεια αὐτὴν τὴν κόλαση!... Συγχώρεσέ με ποὺ τὴν κατέκρινα».
Ἀμέσως ἔνιωσα μιὰ δροσιὰ θεϊκὴ καὶ ἐξαφανίσθηκε ὁ πόλεμος. Βλέπεις τί κάνει ἡ
κατάκριση;
Ἂν παραβλέπουμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, θὰ παραβλέψη καὶ ὁ
Θεὸς τὰ δικά μας
– Γέροντα, σήμερα στὴν
διαλογὴ τῶν ἐλιῶν κατέκρινα μερικὲς ἀδελφές, γιατὶ ἔβλεπα ὅτι δὲν ἔκαναν
προσεκτικὰ τὴν δουλειά τους.
– Κοίταξε νὰ ἀφήσης τὶς
κρίσεις καὶ τὶς κατακρίσεις, γιατὶ μετὰ θὰ σὲ κρίνη κι ἐσένα ὁ Θεός. Ἐσὺ δὲν
βάζεις καμμιὰ ἐλιὰ λίγο χαλασμένη μὲ τὶς καλές;
– Ὄχι, Γέροντα, προσέχω νὰ μὴ βάζω.
– Ἂν μᾶς κάνη τέτοιο καλὸ
διάλεγμα ὁ Χριστὸς στὴν Κρίση, χαθήκαμε! Ἐνῶ, ἂν τώρα παραβλέπουμε τὰ σφάλματα
τῶν ἄλλων καὶ δὲν τοὺς κατακρίνουμε, θὰ μποροῦμε τότε νὰ ποῦμε στὸν Χριστό:
«Χριστέ μου, βάλε με κι ἐμένα σὲ καμμιὰ ἄκρη μέσα στὸν Παράδεισο!». Θυμᾶστε τί
γράφει τὸ Γεροντικὸ γιὰ ἕναν ἀμελῆ μοναχὸ ποὺ σώθηκε, ἐπειδὴ δὲν κατέκρινε; Ὅταν
ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ἦταν πολὺ χαρούμενος καὶ εἰρηνικός.
Τότε ὁ Γέροντάς του, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ Πατέρες ποὺ εἶχαν μαζευτῆ ἀπὸ τὰ γύρω Κελλιά, τὸν ρώτησε: «Ἀδελφέ, πῶς δὲν φοβᾶσαι τὸν θάνατο, ἀφοῦ ἔζησες μὲ ἀμέλεια;». Καὶ
ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔζησα μὲ ἀμέλεια· ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἔγινα
μοναχὸς προσπάθησα νὰ μὴν κατακρίνω κανέναν, ὁπότε τώρα θὰ πῶ στὸν Χριστό:
Χριστέ μου, εἶμαι ἕνας ταλαίπωρος, ἀλλὰ τοὐλάχιστον τὴν ἐντολή Σου ʺμὴ κρίνετε,
ἵνα μὴ κριθῆτεʺ, τὴν τήρησα». «Μακάριος εἶσαι, ἀδελφέ, τοῦ εἶπε τότε ὁ
Γέροντας, γιατὶ σώθηκες χωρὶς κόπο».
– Γέροντα, μερικοὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ὅταν βλέπουν κάποιον νὰ ζῆ ἁμαρτωλά, λένε: «Ἄ, αὐτός, ἔτσι ποὺ πάει, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση!».
– Ἄχ, ἂν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε στὴν κόλαση ἀπὸ τὶς καταχρήσεις, οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε ἀπὸ τὶς κατακρίσεις... Γιὰ
κανέναν δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ πάη στὴν κόλαση. Ὁ Θεὸς δὲν ξέρουμε πῶς ἐργάζεται.
Τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Κανέναν νὰ μὴν καταδικάζουμε, γιατὶ ἔτσι
παίρνουμε τὴν κρίση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ· πᾶμε νὰ γίνουμε θεοί. Ἂν μᾶς ρωτήση ὁ
Χριστὸς τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἂς ποῦμε τὴν γνώμη μας...
Πηγή : ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Ε’ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ
https://orthodoxfathers.com/logos/Mi-krinete-ina-mi-krithite (31 Μαι 2021 37)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.