pentapostagma.gr
Η ύπαρξη της κολάσεως
δεν αναιρεί την αγαθότητα του Θεού;
Πολλοί συλλογίζονται:
αφού ο Θεός είναι αγαθός, πως θα ανεχθεί να βασανίζονται τα πλάσματα του επ’
άπειρον; Συμβιβάζεται η άπειρη αγαθότητα του με την πραγματικότητα της
κολάσεως; Εκ πρώτης όψεως το ερώτημα είναι βάσιμο· εξετάζει όμως τα πράγματα
από μια περιορισμένη οπτική και μονομερώς.
Ο Θεός είναι βέβαια
αγαθός. Είναι αγάπη, στοργή, φιλανθρωπία. Από αγάπη έπλασε τα όντα, τους
παρέχει στα αγαθά και τις δωρεές του, προνοεί για την συντήρηση τους και τα
κατευθύνει, ώστε να πετύχουν τον στόχο της υπάρξεως τους. Και όταν το λογικό
πλάσμα έπεσε στην αμαρτία, ο Θεός έγινε άνθρωπος και πέθανε για τη σωτηρία του.
Αυτό είναι βασικό και αναμφισβήτητο άρθρο της πίστεως μας. « Ο Θεός αγάπη
εστί», λέγει ο θεόπνευστος Ευαγγελιστής. Είναι όμως μόνο αγάπη; Και φυσικά
είναι, όταν πρόκειται για την εσωτερική ζωή της θεότητας.
Τα θεία πρόσωπα της
Τριάδος κοινωνούν μεταξύ τους και εμπεριχωρεί το ένα το άλλο, εν αγάπη. Ο
πλούτος όμως της θείας αγάπης, ξεχειλίζοντας από την άπειρη φύση της θεότητας,
δημιουργεί και άλλα όντα έξω από αυτή, για να είναι μέτοχα της δικής της
μακαριότητας και ζωής. Στο σημείο ακριβώς αυτό, στη σχέση δηλαδή της θεότητας
με τα εξωτερικά όντα, και κυρίως τα λογικά, κάνουν την εμφάνιση τους άλλες
ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το Θεό ως πρόσωπο τέλειο και απόλυτο.
Για το ζήτημα που
συζητάμε, οι ιδιότητες αυτές είναι κυρίως δύο, η αγιότητα και η δικαιοσύνη.
Είναι φανερό ότι οι ιδιότητες αυτές αφορούν στην πραγματικότητα της αμαρτίας,
που είναι πλάσμα της ελευθέρας βουλήσεως των λογικών όντων. Ως προς την
αμαρτία, ο Θεός είναι άγιος και δίκαιος. Είναι άγιος γιατί είναι καθαρός και
αμέτοχος από κάθε ιδέα αμαρτίας και κακού, απ’ αυτόν εξ άλλου προέρχεται ο
ηθικός νόμος, ο οποίος είναι διάχυτος στη λογική κτίση. Όσες όμως φορές ο νόμος
αυτός παραβαίνεται και καταπατείται από τον άνθρωπο, ο άγιος Θεός τιμωρεί τον
παραβάτη, ως δίκαιος πλέον κριτής.
Η αγιότητα και η
δικαιοσύνη (κυρίως η δεύτερη), αν και ιδιότητες που έχουν εφαρμογή στο κτιστό
πεδίο των λογικών όντων, δεν είναι ιδιότητες επουσιώδεις και δευτερεύουσες, οι
οποίες μπορούν να ανασταλούν στη θεότητα και να μείνουν ανενέργητες. Αυτό θα
ανέτρεπε την ισόρροπη έννοια του Θεού, στη ουσία του οποίου οι ιδιότητες
αποτελούν σύνολο ενιαίο και αδιαχώριστο, χωρίς η μια να παρεμβαίνει στο έργο
και την εκδήλωση της άλλης, η μια να καταργεί ή να αναστέλλει την άλλη. Ο Θεός
είναι στο αυτό μέτρο και αγαθός και άγιος και δίκαιος. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να
λησμονούμε, αν θέλουμε να έχουμε σωστή πρόσβαση στο ζήτημα που μας απασχολεί.
Και αυτά από τη μεριά
του θεού. Ας πάρουμε τώρα και τη μεριά του ανθρώπου. Όπως επανειλημμένα
τονίσαμε, ο άνθρωπος είναι ον λογικό και ελεύθερο. Τον έπλασε ο Θεός « κατ’
εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» αυτού. Αυτό σημαίνει, ότι παράλληλα με τη σωματική
φύση του, έχει και ουσία πνευματική, όπως πνευματική είναι και η ουσία του
Θεού. Την πνευματική ουσία του ανθρώπου συνιστά η νοερά και αθάνατη ψυχή, η
οποία είναι λογική, θελητική και ελεύθερη. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να θέλει
και να ενεργεί και να κάνει τις οποιεσδήποτε επιλογές του.
Η λογική ελευθερία
είναι το πολύτιμο δώρο που χάρισε ο Θεός στον άνθρωπο, που τον ανεβάζει πολύ
πιο πάνω από όλη την υπόλοιπη άλογη ζωική κτίση. Το προνόμιο αυτό του
δημιουργεί την υποχρέωση να δουλεύει την προσωπικότητα και την ζωή του, σύμφωνα
με το θέλημα εκείνου που τον έπλασε και του έδωσε τόσα χαρίσματα και τόσες
δωρεές. Αυτό αποτελεί το νομοτελειακό στόχο της υπάρξεως του και το νόημα
γενικά της ζωής του.
Στην ελευθερία το
λογικού πλάσματος έγκειται όμως και η δυνατότητα μιας άλλης επιλογής, που είναι
αντίθετη προς τη φυσική του νομοτέλεια· να λέγει όχι στο θέλημα του Πλάστη του,
να τραβά το δικό του δρόμο, να ξεστρατίζει από το αγαθό στη βάση του οποίου
είναι κτισμένη η φύση του. Τότε ο άνθρωπος αμαρτάνει.
Αυτό συνέβη σε μέρος
των πρώτων λογικών κτισμάτων, των αγγέλων, οι οποίοι αποστάτησαν ελεύθερα από
τη φυσική τάξη τους, έπεσαν στο κακό και αμαυρώθηκε η φύση τους μέχρι σημείου
ώστε να παγιωθούν στο κακό, να νεκρωθούν πνευματικά και να παραμείνουν ξένοι
προς κάθε ιδέα αγαθού. Το αυτό, με παραλλαγές φυσικά, συνέβη και στον Αδάμ, τον
πρώτο άνθρωπο που έπλασε ο Θεός. Και αυτός, παρασυρόμενος όμως από το διάβολο,
έπεσε στην αμαρτία αποστατήσας από το δημιουργό και πλάστη του.
Ο Θεός φυσικά δεν
αδιαφόρησε για το πεσμένο πλάσμα του. Η αλόγιστη συμπεριφορά του ανθρώπου του
κόστισε μια σάρκωση και ένα επονείδιστο θάνατο. Με αυτά συνέτριψε τα έργα του
διαβόλου και την αμαρτία, για να ελευθερώσει τον πεσμένο άνθρωπο από τη φθορά
και την πνευματική νέκρωση. Η αμαρτία, λοιπόν, αν και ουσιαστικά είναι κάτι
ανύπαρκτο, έχει όμως ένα τεράστιο και αιώνιο βάρος ηθικής δυνάμεως, ώστε γι’
αυτή να πεθάνει ο Θεός, ο δε άνθρωπος, που πεισματικά αρνείται το λυτρωτικό
έργο του Χριστού να εξακοντίζεται στην κόλαση, στον αιώνιο πνευματικό θάνατο.
Την κόλαση ουσιαστικά
τη δημιουργεί ο ίδιος ο άνθρωπος. Όταν αρνείται το σωτήριο έργο του Χριστού,
αγνοεί τη σωτήρια κλήση της χάριτος του Θεού και διαπράττει πεισμόνως την
αμαρτία, θα φθάσει στο όριο της πνευματικής νεκρώσεως και σαν κλαδί ξερό θα
κοπεί από το δέντρο της ζωής και θα παραδοθεί στη φωτιά να καεί.
Οι αλήθειες αυτές
είναι ξεκάθαρες. Ο Θεός δεν υποτιμά την αμαρτία όμως εμείς οι ασυλλόγιστοι και
επιπόλαιοι άνθρωποι. Η αγιότητα και η δικαιοσύνη του δεν είναι ιδιότητες
χαλαρές, αλλά φέρουν στο απόλυτο μέτρο το άπειρο βάρος της θείας ενέργειας. Ο
Θεός δεν γνωρίζει μεταπτώσεις και χλιαρότητες. Πεθαίνει μεν για τον αμαρτωλό
άνθρωπο, εκφράζοντας την απειρία της αγαθότητας και της αγάπης του· όταν όμως
το πλάσμα δειχθεί ανάξιο της υπέρτατης δωρεάς· όταν ποδοπατεί την ευλογία του
Θεού· όταν εξαντληθεί όλη η προσπάθεια του Θεού να το συνετίσει και να το
οδηγήσει σε μετάνοια, τότε η δικαιοσύνη του Θεού πέφτει σαν αστροπελέκι στην
κεφαλή του υβριστή και αποστάτη. «Φοβερόν το εμπέσειν εις χείρας Θεού ζώντος»,
λέγει η Γραφή. Όντως φοβερό που εξαργυρώνεται με φωτιά στην αιώνια κόλαση!
Ανάγλυφο παράδειγμα έχουμε τον Ιούδα, το δούλο του διαβόλου και δόλιο.
Η κόλαση θα είναι και
αδιεξόδευτη;
Ναι, είναι και το ένα
και το άλλο.
Είναι κατάσταση
αιώνια, χωρίς πέρας και σταματημό.
Εμείς από τη γη αυτή,
στην οποία η ζωή εξελίσσεται στο ροώδη εβδοματικό χρόνο με τις πολλές εναλλαγές
και εξελίξεις του, δεν έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε μια ζωή που να
εξελίσσεται επ’ άπειρον. Έτσι έχουμε την αξίωση – μια και δεν μπορούμε να κάνουμε
αλλιώτικα – να κρίνουμε τις καταστάσεις της αιωνιότητος με τα δικά μας χρονικά
και πεπερασμένα κριτήρια. Θέλουμε να κρίνουμε τον αιώνα του Θεού, την άφθιτη
ογδοατική ημέρα, στην οποία η κίνηση είναι ευθύγραμμη (όχι κυκλική, ώστε να
γίνονται και να απογίνονται τα πράγματα, επαναλαμβανόμενα ομοιοτρόπως) χωρίς
ανασχέσεις και πέρατα, με τις δικές μας χρονικές εμπειρίες, στις οποίες κάθε
πράγμα έχει τέλος και αρχή.
Και σκανδαλιζόμαστε,
όχι βέβαια για την κατάσταση της Βασιλείας των ουρανών, που είναι τερπνή και
ευχάριστη, αλλά για την κατάσταση της κολάσεως, που είναι κατάσταση οδύνης και
βασάνων. Γιατί όμως να κάνουμε τη διάκριση αυτή; Γιατί η αιωνιότητα στη
Βασιλεία των ουρανών να μη μας ενοχλεί – τουναντίον να μας αρέσει και να την
επιδοκιμάζουμε – η δε αιωνιότητα της κολάσεως να μας ενοχλεί και να μας
σκανδαλίζει;
Και γιατί η Βασιλεία
του Θεού πρέπει να είναι αδιεξόδευτη, να μην έχει πέρας και σταματημό, η δε
κόλαση να έχει τέλος, να μπορεί κανείς να τη διεξέλθει και να λυτρωθεί απ’
αυτή; Που στηρίζεται η συλλογιστική αυτή, στη μεν Βασιλεία του Θεού να μην
εφαρμόζουμε το δικό μας επίκηρο χρόνο (ο οποίος ούτως ή άλλως θα καταργηθεί),
στη δε κόλαση να μετράμε με τις χρονικές κατηγορίες της γης; Στην παραβολή του
πλουσίου και του Λαζάρου ο πλούσιος, στην άγρια και απελπιστική μόνωση του στον
τόπο της βασάνου, νόμισε ότι μπορούσε να έχει κάποια εξέλιξη η κατάσταση του.
Γι’ αυτό ζήτησε να τον επισκεφθεί ο Λάζαρος σε μια φιλική χειρονομία
συμπαθείας. Και μετά ζήτησε να μετακινηθεί ο άγιος από τη μακάρια του κατάσταση
στους κόλπους του Αβραάμ, όπου ζούσε τον αιώνα του Θεού, και να κατέβει στη γη
να νουθετήσει τους αδελφούς του. Για να ακούσει αποστομωτική την απάντηση του
Αβραάμ, ότι υπάρχει χάσμα αγεφύρωτο και αιώνιο στις δύο διαμετρικά αντίθετες
καταστάσεις, στις οποίες ελλείπουν πλήρως όποιας φύσεως μετακινήσεις, εξελίξεις
και προσδιορισμοί.
Μπορούν κάποτε ν’
αποκατασταθούν όλα τα όντα πλησίον του αγαθού Θεού;
Η θεωρία της
αποκαταστάσεως των πάντων απαντά θετικά στο ερώτημα. Κατ’ αυτήν η αμαρτία δεν
έχει ουσία, η οποία βγήκε από τα χέρια του Θεού. Δεν έχει ρίζες οντολογικές.
Είναι άρριζη, μοιάζοντας με το χορτάρι που φυτρώνει στα δώματα, το οποίο μη
έχοντας ρίζες βαθιές φυτρώνει μεν, ξηραίνεται όμως πολύ γρήγορα (Γρηγόριος
Νύσσης). Υπάρχουν μόνο αμαρτωλοί άνθρωποι, στη φύση των οποίων η αμαρτία
κάθεται όχι σαν ουσία, αλλά ως ποιότητα, συμβεβηκός. Όταν αφανισθεί η ποιότητα
αυτή, ο άνθρωπος γίνεται και πάλι καλός και αποκαθίσταται σαν παιδί αγαπητό στους
κόλπους του ουράνιου Πατέρα. Η θεωρία επίσης συλλογίζεται ως εξής· το τέλος των
όντως πρέπει να είναι όμοιο με την αρχή τους (ιδέα πλατωνική). Αφού τα όντα
ξεκίνησαν από το Θεό, πρέπει στο τέλος να γυρίσουν και πάλι σ’αυτόν. Το κακό
δεν μπορεί να νικήσει το αγαθό. Έτσι θα αφανισθεί και ο ηθικός δυισμός των
όντων (δίκαιοι – αμαρτωλοί) και θα επικρατήσει η θεία παναρχία.
Η θεωρία της
αποκαταστάσεως προσπαθεί να εξισορροπήσει στο Θεό τις ιδιότητες της αγαθότητας
και της δικαιοσύνης, που φαινομενικά είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η
αγαθότητα δεν θέλει την αιώνια τιμωρία του πλάσματος, ενώ η δικαιοσύνη τη
θέλει. Ακολουθεί όμως μέση οδό. Θα τιμωρηθεί μεν το πλάσμα για τις αμαρτίες του
(ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης), προσωρινά όμως και όχι αιώνια (ικανοποίηση
της θείας αγαθότητας). Ο Θεός, λέγουν οι υποστηρικτές της θεωρίας, δεν είναι
Θεός εκδικητικός. Θα τιμωρήσει βέβαια το αμαρτωλό πλάσμα του, όχι για να το
εκδικηθεί, αλλά για να το ευεργετήσει. Θα του επιβάλλει ποινές για τις αμαρτίες
που διέπραξε. Οι ποινές όμως αυτές θα είναι παιδαγωγίες, φάρμακα πνευματικά,
δια των οποίων θα επιδιώκεται η κάθαρση των αμαρτωλών από το στοιχείο της
αμαρτίας, που κάθεται στη φύση τους. Η κάθαρση δεν θα είναι για όλα τα
καθαιρόμενα πνεύματα η ίδια. Σε άλλα θα διαρκέσει λίγο και σε άλλα περισσότερο,
σε διαδρομή μακρών αιώνων, και ανάλογα με την ποσότητα της αμαρτίας που πρέπει
να καθαρθεί, όπως και η διάρκεια του πυρετού των σωμάτων εξαρτάται από την
ποσότητα των δηλητηρίων, που υπάρχουν στο σωματικό οργανισμό. Όταν δε η κάθαρση
αυτή φθάσει αργά ή γρήγορα στο τέλος της, όλα τα όντα – συμπεριλαμβανομένου και
του Σατανά – καθαρά πλέον θα επιστρέψουν στους κόλπους της θείας παναρχίας,
ώστε ο Θεός να είναι «τα πάντα εν πάσιν».
Η θεωρία αυτή που
διατυπώθηκε στην αρχαιότητα (Ωριγένης, Γρηγόριος Νύσσης, τελευταίος με πολλές
διαφοροποιήσεις από τον πρώτο), είναι θεωρία ευφυής και πολύ ελκυστική, διότι
ικανοποιεί το πρακτικό θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, για το λόγο δε αυτό
γίνεται αποδεκτή από πολλούς ανθρώπους.
Δεν είναι όμως
δογματικώς ορθή. Προσκρούει αδυσώπητα στο δόγμα περί αιωνίου κολάσεως, που
δίδαξε ο Κύριος, και το οποίο βρίσκεται στην καρδιά του ορθόδοξου δόγματος, της
λατρείας και της πνευματικότητας της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και καταδικάστηκε από
την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία.
Πηγή: «Απαντήσεις σε
ερωτήματα Δογματικά», Ανδρέα Θεοδώρο.
sostis.gr
https://www.pentapostagma.gr/2017/11/%CF%80%CF%8E%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%B9%CE%B2%CE%AC%CE%B6%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%80%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CF%8D-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7.html (3 Δεκ 2017 51) (6 Σεπ 2020 31)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.